Η παιδική και νεανική μας ιαχή στον ναό «Γ. Καραϊσκάκης» και σε όλα τα εγχώρια γήπεδα τότε, που το ποδόσφαιρο ήταν απλώς ένα όμορφο ομαδικό παιχνίδι, ψυχαγωγία και χαρά. Αφορούσε τον χαρισματικό Νίκο Γιούτσο, αναφέρονταν στον σαρωτικό τρόπο, που εκπορθούσε κάθε αντίπαλη εστία! Υπήρχαν και τότε τα γκρίζα και μελανά σημεία πλην σταγόνα στον ωκεανό του μαζικού αυθορμητισμού, της συλλογικής δράσης, της αθλητικής, όχι αρρωστημένα οπαδικής, έξαρσης. Γιατί όχι;-και της κοινωνικής μας πρεμιέρας σε δύσκολες εποχές μέσα από πολυπληθείς μαθητικές παρέες, που περίμεναν την Κυριακή το μεσημέρι, να πουν στους γονείς τους ότι πάνε στο Κατηχητικό σχολείο-όπως πρόσταζε τότε το χουντικό καθεστώς-και να βρεθούν στα κλεφτά στο «τσιμέντα», στο Φάληρο για ν’ απολαύσουν στις πατείς με πατώ σε κερκίδες τα θρυλικά τους ινδάλματα, που ουδεμία σχέση είχαν με σημερινούς αργυρώνητους φασουλήδες απατεώνων προέδρων και παρατρεχάμενων παραγόντων.
Είχαμε και τότε βρωμιά, φανατισμό και στημένα, αλλά υπερείχε της γενιάς μας ο ρομαντισμός, όπως και των πατεράδων και παππούδων μας και κυρίως η μέθεξη στον αγώνα. Στην αρχή ποδοσφαιρικός και πολύ σύντομα ταξικός! Και τότε παρατράγουδα, «φάλτσα σφυρίγματα»-να χρησιμοποιήσουμε ποδοσφαιρική γλώσσα, αλλά δεν ήταν ακόμα αυτό το παγκοσμίως στημένο, το τωρινό μέγιστο πλυντήριο κατάμαυρου χρήματος, ο τρελός χορός δισεκατομμυρίων κάθε βδομάδα με στοιχήματα και λοιπά κόλπα, δεν είχε γίνει εισέτι το ποδόσφαιρο το πιο αποτελεσματικό όπιο του όχλου ξεπερνώντας και την ίδια την θρησκεία. Θα πείτε, τί μας τσαμπουνάς τώρα; Εδώ άλλαξε δραματικά η ζωή μας όλη! Κορυφώνεται η τραγωδία της Μάνας Φύσης! Αυτό ακριβώς. Τότε άνθιζε πολύχρωμα η ζωή, τώρα πουλάνε πανάκριβα τα τελευταία της μαραμένα κοτσάνια!
Σκέψεις, που μας πλημμύρισαν την ψυχή με την αναγγελία της αποδημίας του μεγάλου μπαλαδόρου ΝΙΚΟΥ ΓΙΟΥΤΣΟΥ, η προσωποποίηση του χαρισματικού σίφουνα των γηπέδων της δεκαετίας του 1964-1974. Η ζωή του, η πορεία του ήταν ταυτόχρονα η κραυγαλέα επιτομή του άθλιου και αρρωστημένου καθεστώτος, που επικράτησε στην αποικία Γκραικυλία μετά την αιματηρή κατάκτησή της από τους Αγγλοαμερικάνους στο τραγικό 1944-1949 και μας τυραννά μέχρι σήμερα, που παραμένουμε σκλάβοι με την απόλυτη συνενοχή μας. Πλην με αίσια και ευτυχή συνέχεια και τέλος για τον Νίκο Γιούτσο, που έγινε ο παίκτης σύμβολο όχι μόνο για τους Γαύρους, αλλά για τους αληθινούς λάτρεις της «στρόγγυλης θεάς» των σχετικά αθώων εποχών της αλάνας και των ρομαντικών κερκίδων της αειθαλούς νιότης. Ο Νίκος Γιούτσος μας χάρισε αλησμόνητες στιγμές γιατί ανήκει στην χορεία των ποιητών της μπάλας.

Γεννήθηκε στις 16 Απριλίου το 1941 στο Μακροχώρι Καστοριάς, χωριό με ηρωική ιστορία, από τον Λεωνίδα και την Μαρία Γιούτσου. Μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού (Δ.Σ.Ε.) φιλοξενήθηκε με την αδελφή του και άλλα χιλιάδες άλλα παιδιά θύματα της βάρβαρης Αγγλοαμερικανικής επέμβασης στην σοσιαλιστική Ουγγαρία, όπου άρχισε από μικρός να παίζει ποδόσφαιρο και να φανερώνει το μεγάλο ταλέντο του. Στο ορφανοτροφείο, που ζούσε τον βάφτισαν Μίκλος και πέρασαν είκοσι χρόνια για να ξαναδούν αυτός και η αδελφή του ευτυχώς ζωντανούς τους γονείς του. Και ένα μικρό απόσπασμα παλιότερης (1964) συνέντευξης του Νίκου Γιούτσου στο «Φως των Σπορ», έτσι για να μη… ξεχνιόμαστε:

«Με το ζόρι δεν πήραν κανέναν από το χωριό. Μας πήρανε για να σωθούμε, επειδή βομβαρδίζανε. Μας είπανε ότι πρόχειρα θα φεύγαμε και σύντομα θα ξαναγυρίζαμε πίσω. Αλλά δεν γυρίσαμε. Επικρατήσανε οι άλλοι. Οι κυβερνητικός στρατός. Ευτυχώς, οι Ούγγροι με αντιμετώπισαν σαν άνθρωπο και όχι σαν ποδοσφαιριστή. Ζούσαμε με την αδελφή μου σε ορφανοτροφείο, αλλά με υψηλό επίπεδο διαβίωσης. Κοιμόμασταν μέσα, τρώγαμε μέσα, φαγητό εκεί, μπάλα εκεί. Τα κομμουνιστικά καθεστώτα έδιναν μεγάλη σημασία στην εκπαίδευση. Και όταν έγινα ποδοσφαιριστής, έπαιρνα και καλά λεφτά! Στην Ελλάδα, συνάντησα ένα χάλι και ήθελα να φύγω. Δεν υπήρχαν νορμάλ γήπεδα με χορτάρι. Καλά-καλά δεν είχαμε ποδοσφαιρικά παπούτσια».
Ο Νίκος (Μίκλος) Γιούτσος ξεκινά 15 χρονών στην ελληνική ομάδα των προσφύγων «Όλυμπος» και νεαρός διαπρέπει νεαρός στην «Τσέπελ», όταν τον προξενεύει στον Ολυμπιακό ο θρυλικός προπονητής του (1965-1967) Μάρτον Μπούκοβι (10 Δεκεμβρίου 1903-11 Φεβρουαρίου 1985). Δεν επιτρέπονταν τότε οι μεταγραφές ξένων ποδοσφαιριστών στο ελληνικό ποδόσφαιρο, πολύ περισσότερο ένα προσφυγόπουλο να έρθει σε μεγάλη ομάδα. Μεσολάβησε ο Μανώλης Γλέζος στον Πρεσβευτή της Ουγγαρίας για να εκδοθεί στο 22χρονο ποδοσφαιριστή ειδικό διαβατήριο μιας χρήσης και να επαναπατριστεί. Έφυγε από την Τσέπελ σχεδόν κρυφά αφήνοντας πίσω και την γυναίκα του Λιάνα.
Πολύ γρήγορα στην φασιστική αποικία Γκραικυλία δεν τηρήθηκαν οι υποσχέσεις, ο παίχτης ήταν στου κανονιού την μπούκα, δεχόταν τις βρισιές των ηλίθιων αντιπάλων, που προσκυνούσαν την χούντα: «Βρωμοκομμουνιστή, σήμερα θα πεθάνεις!-μου ψιθύριζαν στους αγώνες οι αντίπαλοι. Και κάτι άλλες βρωμιές, που ντρέπομαι να τις πω. Εγώ τότε δεν ήξερα Ελληνικά, μόνο μια καλημέρα έλεγα και την αλφαβήτα»-θυμόταν μετά από χρόνια ο Γιούτσος. Τον… έσωσε το μεγάλο ταλέντο, ούτε η χούντα τόλμησε να τον απελάσει. Με την παρέμβαση και των ισχυρών παραγόντων του Ολυμπιακού συνέχιζε να μεγαλουργεί στον Θρύλο και στο εγχώριο ποδόσφαιρο. Από την περίοδο 1964-1965 μέχρι το 1974 έπαιξε στον Ολυμπιακό σε 330 αγώνες και σημείωσε 128 γκολ, «σήκωσε» 4 πρωταθλήματα και 4 κύπελλα. Έπαιξε στην εθνική ομάδα 15 φορές σημειώνοντας 6 γκολ. Έκλεισε την μεγάλη του καριέρα στην άλλη πειραιώτικη ομάδα στον Εθνικό. Ζούσε με τις αναμνήσεις του στον Πειραιά. Η τελευταία παρουσία του στο «Γ. Καραϊσκάκης» ήταν στο πολύ πρόσφατο παιχνίδι του Γιουρόπα Λιγκ Ολυμπιακός-Φράιμπουργκ. Έλεγε για το σύγχρονο ποδόσφαιρο και αν θα μπορούσε σήμερα ο ίδιος να προσφέρει:
«Οπωσδήποτε το ποδόσφαιρο έχει αλλάξει, αλλά εγώ πιστεύω ότι το στιλ μου θα ταίριαζε και στο τωρινό ποδόσφαιρο. Γιατί έπαιζα κάθετα. Όχι πλάγια. Έμπαινα κάθετα. Με τους κανονισμούς, που υπάρχουν τώρα, οι οποίοι προστατεύουν τον μπαλαδόρο, θα κέρδιζα πολλά φάουλ, αποβολές, πέναλτι. Το ατού μου δεν ήταν μόνο το ότι σούταρα και με τα δύο πόδια, αλλά το ότι έπαιζα γρήγορα και με το κεφάλι ψηλά. Είχα μάθει άλλο ποδόσφαιρο από μικρός».
Επίλογος με την γνώμη του άλλου παλαίμαχου ερυθρόλευκου, του Σάββα Παπάζογλου:
«Στην Ουγγαρία οι Έλληνες, οι πολιτικοί πρόσφυγες τον είχαν καμάρι τους τον Νίκο, από μικρός έδειξε ότι είναι φοβερό ταλέντο και την εποχή, που ήρθε στον Ολυμπιακό, αν είχε πάει σε καμία χώρα άλλη με καλά γήπεδα, θα ήταν μεγάλος. Ο Νίκος Γιούτσος είχε φέρει τον αέρα του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, του ουγγρικού, που την εποχή εκείνη το ποδόσφαιρό τους ήταν το καλύτερο ποδόσφαιρο στον κόσμο»!