Βιβλίο-Ντοκουμέντο

Βιβλίο-Ντοκουμέντο

Γράφτηκαν την τρέχουσα διετία πολλά για την Μικρασιατική Καταστροφή, κυρίως, να μην πούμε αποκλειστικά, με αφορμή την Επέτειο. Ίδιον της αποικίας Γκραικυλίας ό,τι θυμάται, να χαίρεται! Και μόνο κατά τεκμήριο ελληναράδικα και νοσταλγικά. Να εκμεταλλεύεται το παρελθόν για να κάνει το κομμάτι της στο εκάστοτε παρόν. Ούτε ίχνος αναστοχασμού και αξιοποίησης της Ιστορικής μας εμπειρίας, που είναι συνήθως τα τελευταία χρόνια παντελώς αρνητική. Ίσως για αυτό οι πλείστοι εξ ημών ανοήτως την προσπερνάμε, προτιμάμε να την κανιβαλίζουμε κατά το θεωρούμενο κομματικό ή προσωπικό συμφέρον. Τα πλείστα των εκδοθέντων φέτος βιβλίων για την περίοδο 1918-1924 είναι επιπόλαια και επιφανειακά, πανεπιστημιακά σχολαστικά, χωρίς μεράκι και αυτογνωσία, χωρίς εκτενείς αναφορές στις αυθεντικές πηγές. Μετρήστε πόσα από τα τότε μεγάλα έργα εκδόθηκαν ξανά, προβλήθηκαν από βοθροκάναλα και άλλους λαλίστατους στην εθνικιστική λαγνεία φορείς. Ελάχιστα, ούτε στα δάκτυλα των δυο χεριών!

 Στις εξαιρέσεις το βιβλίο του Κωνσταντίνου Φαλτάιτς (1891-1944), εκ των μέγιστων λαογράφων, δημοσιογράφων, ερευνητών και πολλά άλλα εξαιρετικά, του ελληνικού λόγου. «Πώς απέθανεν η Μικρά Ασία». Εκδόθηκε από το Μουσείο Φαλτάιτς της Σκύρου. Με ένα τίτλο δημοσιογραφικό: Η Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή μέσα από τα ρεπορτάζ και το ημερολόγιο του Κ. Φαλτάιτς, που έζησε από κοντά το ανείπωτο Δράμα. Την επιμέλεια της ογκώδους και εξαιρετικής εργασίας έκανε η συνάδελφος Άννα Γ. Φαλτάιτς. Μιλήσαμε μαζί της για το έργο, που κατά την γνώμη μας είναι μάθημα ζωής και για δημοσιογράφους και για ερευνητές και για καθένα, που θέλει έχοντας μέθεξη στο Παρελθόν και την Παράδοση να εμπνέεται και να ομορφαίνει το εκάστοτε σήμερα. Πριν της δώσουμε τον λόγο, να πούμε για αυτόν τον ξεχωριστό διανοούμενο τον Κώστα Φαλτάιτς. Τον γνωρίσαμε πριν από 40 χρόνια στην Εθνική Βιβλιοθήκη στα πλαίσια της δικής μας έρευνας για την ελληνική μουσική, μια και τα βιβλία του ήταν τόσο παλιά, που μόνο σε αυτό το Ίδρυμα μπορούσε κανείς να έχει πρόσβαση σε αυτά.

 Θυμόμαστε τον πρώτο τίτλο, που έπεσε στην αντίληψή μας: «Ελληνικό ή Γύφτικο; Το πρόβλημα του Δημοτικού μας Τραγουδιού» (1927). Με πόση δυσπιστία και κυρίως προκατάληψη αρχίσαμε να διαβάζουμε και πόσο μαγεμένοι το τελειώσαμε μέχρι το απόγευμα της ίδιας μέρας, μαζί με «Το πρόβλημα της καταγωγής των Τσιγγάνων» (1931). Για να μη μακρηγορούμε ο Κωνσταντίνος Φαλτάιτς ξεχωρίζει για τον τρόπο, το σύστημα προσέγγισης των θεμάτων του. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και η δουλειά του για το ρεμπέτικο τραγούδι. Έχουμε εντρυφήσει και σε αυτά τα γραπτά του, όσα ήταν διαθέσιμα στην Εθνική Βιβλιοθήκη ή στην Βιβλιοθήκη της Βουλής. Ο Κωνσταντίνος Φαλτάιτς εστιάζει κι εν μέρει απολυτοποιεί τα περιθωριακά φαινόμενα της εποχής, που μελετά. Φυσικά και διαφωνούμε και παραπέμπουμε στα έργα μας για το ρεμπέτικο (το λαϊκό αστικό τραγούδι), κυρίως το «Μούσα Πολύτροπος», αλλά δεν μπορεί κανείς ν’ αμφισβητήσει τα στοιχεία και την ατμόσφαιρα, που δίνει με πολύ ωραίο γραπτό ο ερευνητής. Έχει τεράστιο λαογραφικό ενδιαφέρον η παράθεση των εικόνων από τα μέρη, που επισκέπτεται, έστω κι αν είναι μονομερής. Δεν μπορείς, όμως, να μελετήσεις το ρεμπέτικο τραγούδι, την πορεία από το δημοτικό μέχρι το 1955, και να μη ασχοληθείς βαθιά με το έργο του Φαλτάιτς. Μακάρι να εκδοθεί όλος αυτός ο πλούτος του Κωνσταντίνου Φαλτάιτς, που έγραψε στον σύντομο βίο του μέγα και άκρως ενδιαφέρον, πολυεπίπεδο έργο. Να πάμε, όμως, στην συνομιλία με την επιμελήτρια του «Πώς απέθανεν η Μικρά Ασία», την συνάδελφο Άννα Γ. Φαλτάιτς:   

– Αρχικά να πούμε δυο λόγια για το βιβλίο και την έκδοσή του.

Στο βιβλίο αυτό βρίσκονται συγκεντρωμένα όλα τα ρεπορτάζ, οι σημειώσεις και ημερολογιακές καταχωρήσεις του δημοσιογράφου Κώστα Φαλτάιτς από την περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας (στην Μετανοεμβριανή της φάση) και Καταστροφής και έως την εκκένωση των ελληνικών πληθυσμών από την Θράκη. Ο Φαλτάιτς είχε σταλεί ως πολεμικός ανταποκριτής της φιλοβασιλικής εφημερίδας «Εμπρός» και κάλυπτε τις κινήσεις του Γ’ Σώματος Στρατού στην Βιθυνία. Στα δημοσιεύματα και το ημερολόγιο βρίσκουμε πολύτιμες πληροφορίες για τα προσφυγικά ρεύματα από τη Μικρά Ασία, για την υλοποίηση της γενοκτονικής πολιτικής του Κεμάλ και των Νεότουρκων, για τις σοβαρότατες ελλείψεις του στρατού και το πώς οι πολιτικές–ή καλύτερα κομματικές-διεργασίες στην Ελλάδα επηρέασαν–αν όχι καθόρισαν-την έκβαση του πολέμου, για την εγκληματική πολλές φορές αδιαφορία των ελλαδικών κυβερνήσεων και της εκκλησίας για τα τεκταινόμενα στην απέναντι ακτή του Αιγαίου, το παρασκήνιο και τον τρόπο λειτουργίας του Τύπου και της λογοκρισίας της εποχής, την έλλειψη «σχεδίου Β» σε περίπτωση ατυχούς έκβασης του πολέμου, μια «γεύση» από το γενικότερο κλίμα που επικρατούσε στην Αθήνα τις ημέρες της Καταστροφής της Σμύρνης και την εικόνα της εκκένωσης της Θράκης.

– Γιατί τώρα; Λόγω προφανώς της επετείου;

Το βιβλίο είχε ξεκινήσει ουσιαστικά να γράφεται από το 1922 από τον ίδιο τον Κώστα Φαλτάιτς, ο οποίος σχεδίαζε να γράψει μυθιστόρημα ή μυθιστορήματα, μελέτη ή μελέτες, ομιλία ή ομιλίες για το Μικρασιατικό Ζήτημα, αλλά για άγνωστο λόγο δεν ολοκλήρωσε ποτέ τίποτα από αυτά. Όλο το αρχειακό αυτό υλικό–υπογεγραμμένα και ανυπόγραφα ρεπορτάζ και άρθρα, δικά του ή άλλων, σημειώσεις από το μέτωπο, συνεντεύξεις, προσωπικό ημερολόγιο, σημειώσεις σε χαρτάκια κάθε είδους και μεγέθους -πέρασε στα χέρια του μικρότερου γιού του, του Μάνου, ο οποίος ξεκίνησε ήδη από τη δεκαετία του ’50 να το ξεκαθαρίζει, να το βάζει σε τάξη, να το καταγράφει και μεταγράφει, να το αξιολογεί και σχολιάσει, ώστε κάποια στιγμή μελλοντικά να το αξιοποιήσει. Στο μεταξύ, όμως, το 1964, ίδρυσε το λαογραφικό Μουσείο στην Σκύρο και έκτοτε το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών του κατευθύνθηκε προς το Μουσείο. Η ενασχόληση με το αρχείο Φαλτάιτς δεν σταμάτησε ποτέ, όμως επιβραδύνθηκε αρκετά. Γιατί τώρα; Λόγω καθυστέρησης θα έλεγα. Δεν ήταν εξ αρχής σκοπός η έκδοση να συμπέσει με την επέτειο συμπλήρωσης ενός αιώνα από τη Μικρασιατική Καταστροφή, από την άλλη πλευρά η έκδοση είχε ήδη καθυστερήσει πολύ και δεν έπαιρνε άλλη αναβολή. Έτσι αφήσαμε όλα τα άλλα στην άκρη και ασχοληθήκαμε εντατικά προκειμένου το βιβλίο αυτό να κυκλοφορήσει οπωσδήποτε φέτος και να μην καθυστερήσει κι άλλο.

Ο Κώστας Φαλτάιτς στον δρόμο για την Προύσα το 1921.

– Και προέκυψε το βιβλίο την κατάλληλη στιγμή!

Ήταν κάτι που ο Μάνος και η σύζυγός του Αναστασία σκόπευαν κάποια στιγμή να εκδώσουν, πιθανότατα όχι με την τελική μορφή που κυκλοφόρησε σήμερα (αυτό θα πρέπει μάλλον να το πιστωθώ εγώ, αν και η απόφαση ελήφθη από κοινού με την Αναστασία) και είχαν από δεκαετίες πριν ξεκινήσει να επεξεργάζονται. Υπάρχουν σημειώσεις του Μάνου από την δεκαετία του 1970-80 πάνω στο έργο του πατέρα του για το Μικρασιατικό Ζήτημα. Αλλά η καθημερινότητα και οι ανάγκες του μουσείου έθεταν άλλες προτεραιότητες. Από το 2012, που ξεκίνησε ουσιαστικά ένας κύκλος ιωβηλαίων τότε με σημαντικά γεγονότα της ελληνικής ιστορίας–100 χρόνια από τους Βαλκανικούς Πολέμους, 90 από τη Μικρασιατική Καταστροφή-το ιστορικό αρχείο του Κώστα Φαλτάιτς ήρθε πάλι στην επικαιρότητα, πιο επιτακτικά θα έλεγα. Το Αδελφάτο των Φίλων του Μουσείου Φαλτάιτς διοργάνωσε το 2012 δυο πολύ επιτυχημένες εκθέσεις στη Σκύρο και στην Εθνική Βιβλιοθήκη, εδώ στην Αθήνα, με το αρχείο του Κώστα Φαλτάιτς από τη Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή. Την επόμενη χρονιά αντίστοιχη έκθεση πραγματοποιήθηκε και στο Μουσείο Ολοκαυτώματος στο Ιλλινόις των Η.Π.Α., σε συνεργασία με το Μουσείο Φαλτάιτς. Σημειώνω πως το 2010  ζητήθηκε η άδεια προκειμένου να μεταφραστεί στα αγγλικά ένα άλλο βιβλίο του Κ. Φαλτάιτς, «Αυτοί είναι οι Τούρκοι-Αφηγήματα των Σφαγών της Νικομήδειας», που είχε κυκλοφορήσει το 1921). Τότε ήταν που αποφασίσαμε με την Αναστασία–καθώς δυστυχώς ο Μάνος «έφυγε» τον Δεκέμβριο του 2012- να προχωρήσουμε επιτέλους στην έκδοση του βιβλίου. Η Αναστασία έστειλε όλο το υλικό, που είχε «δουλέψει» με τον Μάνο και ανέλαβα από εκεί και πέρα τη συμπλήρωση, τεκμηρίωση, διόρθωση και «σύνθεση» του βιβλίου. Για πρώτη φορά που το Μουσείο Φαλτάιτς αναλαμβάνει την έκδοση ενός τόσο μεγάλου έργου–φυσικά με ίδιους πόρους και χωρίς εξωτερική οικονομική υποστήριξη.

– Να μιλήσουμε και για το Μουσείο Φαλτάιτς…

Το Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μάνου και Αναστασίας Φαλτάιτς ιδρύθηκε στη Σκύρο το 1964 από τον Μάνο, σε μια εποχή, που οι Έλληνες στη βιάση τους να «εξευρωπαϊστούν» πετούσαν κυριολεκτικά και μεταφορικά ό,τι είχε να κάνει με το παρελθόν και την παράδοση. Ο Μάνος και αργότερα η Αναστασία αφιέρωσαν την ζωή τους στην δημιουργία μουσείου, που δεν θα ήταν μόνο χώρος διάσωσης και προβολής της παραδοσιακής κληρονομιάς της Ελλάδας αλλά και κέντρο αναγέννησης και ανάπτυξης του πολιτισμού. Φιλοσοφία του Μάνου ήταν ότι το μουσείο είναι «ναός των Μουσών», κέντρο πολιτιστικής δράσης και ανταλλαγής ιδεών και όχι απλά  έκθεση συλλογών. Επίσης ότι το παρόν και το μέλλον πρέπει να στερεώνονται στην παράδοση. Το μουσείο–από τα πρώτα τοπικά λαογραφικά μουσεία της Ελλάδας- στεγάζει τεράστιο αριθμό εκθεμάτων. Μεταξύ άλλων: αναπαράσταση Σκυριανού σπιτιού με όλη την οικοσκευή, διακόσμηση και διαμόρφωσή του, έργα σκυριανής χειροτεχνίας όπως ξυλόγλυπτα έπιπλα, κεντήματα, από τις μεγαλύτερες συλλογές εργαλείων πρωτογενούς παραγωγής στα Βαλκάνια, τεράστιο αριθμό βιβλίων από το 1550, σημαντικότατο αρχείο εγγράφων των καθοριστικότερων ιστορικών περιόδων της Ελλάδας, όπως από την περίοδο της Ελληνικής Παλιγγενεσίας με έγγραφα και προκηρύξεις, όπως την αποκήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης, τους Βαλκανικούς Πολέμους, την Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή, τον Κυπριακό αγώνα, χειρόγραφα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, έργα γλυπτικής και ζωγραφικής σκυριανών και άλλων καλλιτεχνών, έργα ζωγραφικής του ίδιου του Μάνου κ. ά. Στον εξωτερικό χώρο έχει δημιουργηθεί άλσος και πέτρινο θέατρο, τους θερινούς μήνες πραγματοποιούνται πολιτιστικές εκδηλώσεις.

– Θαρρώ ότι το Μουσείο Φαλτάιτς είναι πιο γνωστό στο εξωτερικό παρά εδώ.

Ένας από τους λόγους που το μουσείο μας είναι γνωστό παγκοσμίως και ξεχωρίζει–πέραν των συλλογών του-έχει να κάνει και με τον τρόπο λειτουργίας και δράσης του. Εξ αρχής υπήρξε πρωτοποριακός με την υλοποίηση προγραμμάτων, που στόχο είχαν την προσέλκυση νέων και παιδιών αλλά και με την επικοινωνία και αλληλεπίδραση με τους επισκέπτες του. Είναι χαρακτηριστικό πως πολλοί, που ήρθαν απλώς ως επισκέπτες, κατέληξαν εθελοντές του μουσείου. Από αυτά, που μου έχουν εντυπωθεί ήταν η δημιουργική απασχόληση παιδιών κάθε καλοκαίρι, με συμμετοχή τους όχι μόνον σε καλλιτεχνικά δρώμενα αλλά ακόμα και στις ξεναγήσεις, με αποτέλεσμα τα παιδιά της Σκύρου ουσιαστικά να μαθαίνουν για την ιστορία και την παράδοσή τους και να εξελίσσονται διανοητικά παίζοντας. Και αυτό πολύ πριν ξεκινήσουν τα μεγάλα μουσεία να υλοποιούν προγράμματα απευθυνόμενα σε παιδιά.

– Είναι βιώσιμο σε κοινωνία, που αδιαφορεί για τον πολιτισμό και την παράδοση;

Αυτό είναι γενικότερος προβληματισμός, που δεν αφορά μόνον το δικό μας μουσείο, αλλά ακόμα και τα πιο μεγάλα μουσεία του κόσμου. Θεωρητικά είναι βιώσιμο. Για να μιλήσω πιο συγκεκριμένα, είναι εξαιρετικά σπάνιο φαινόμενο να έρθει κάποιος–ακόμα και επισκέπτης της τελευταίας στιγμής, που θα έρθει απλώς να μην πει, όταν τον ρωτήσουν, ότι δεν πήγε στο Μουσείο Φαλτάιτς, από τα κορυφαία αξιοθέατα του νησιού-να μη φύγει εντυπωσιασμένος, με την αίσθηση πως κακώς δεν επισκέφθηκε πρώτα το μουσείο και μετά να γυρίσει το νησί, διότι έτσι θα το κατανοήσει καλύτερα. Υπάρχουν περιπτώσεις, που άνθρωποι-και προσωπικότητες από το εξωτερικό-έχουν έρθει στο νησί αποκλειστικά και μόνο να δουν το μουσείο. Καθώς το τεράστιο και σημαντικότατο αρχείο εγγράφων του μουσείου είναι πασίγνωστο, υπάρχει κόσμος που ζητά βοήθεια και στοιχεία για την συγγραφή διδακτορικών διατριβών κλπ. Οι Σκυριανοί πάντα συστήνουν το μουσείο ως ένα από τα σημεία, που πρέπει κανείς να επισκεφθεί–έστω και αν οι ίδιοι έχουν χρόνια να έρθουν να το δουν! Από πλευράς κόσμου εξακολουθεί να υπάρχει ενδιαφέρον. Αντιμετωπίζονται όμως και σοβαρά προβλήματα, που δυστυχώς φαίνεται πλέον να γίνονται ανυπέρβλητα, και έχουν να κάνουν: Με… πεζά πράγματα όπως η πληρωμή λογαριασμών ρεύματος, ύδρευσης, τηλεφωνίας, η φορολογία, η έλλειψη προσωπικού. Δεν αναφέρομαι στους ξεναγούς και φύλακες, αλλά και από τη γραμματειακή υποστήριξη μέχρι την καθαριότητα, το κλάδεμα των δέντρων, την συντήρηση, επισκευή, κ.α.  Λειτουργεί ουσιαστικά με δυο ανθρώπους, το πολύ πέντε στην τουριστική αιχμή, γεγονός, που καθιστά δύσκολη έως αδύνατη την επέκταση σε δραστηριότητες, που θα απέφεραν έσοδα, π.χ.  ένα e-shop, ελλείψει προσωπικού. Σημειώνω πως το μουσείο λειτουργεί αποκλειστικά με ίδιους πόρους (από τα προσωπικά έσοδα της Αναστασίας και από τα εισιτήρια) και εθελοντική εργασία.  Δεν χρηματοδοτείται από κανέναν.

Το τουριστικό προϊόν, που προβάλλεται και προωθείται τις τελευταίες δεκαετίες,  επικεντρώνεται μόνο στο τρίπτυχο «παραλίες-ήλιος-φαγητό». Αυτό έχει αντίκτυπο όχι μόνον στο μουσείο, αλλά γενικότερα στο πολιτιστικό προϊόν της Σκύρου, σε αυτό που θεωρώ πως είναι και το συγκριτικό πλεονέκτημα του νησιού. Διότι ήλιο, ωραίες παραλίες και νόστιμο φαγητό μπορεί κανείς να βρει παντού στην Ελλάδα. Αλλά τις παραδοσιακές τέχνες, που έχουμε στη Σκύρο, την ξυλογλυπτική, την κεραμική, την ιστορία, την αρχιτεκτονική, τα ήθη και έθιμα, δεν θα τα βρει αλλού. Δυστυχώς, όμως, για λόγο ανεξήγητο ή τουλάχιστον εγώ δεν μπορώ να εξηγήσω, όλα αυτά δεν δείχνουν να χωρούν πλέον στην τουριστική προβολή της Σκύρου. Έτσι, ο επισκέπτης δεν γνωρίζει πως το νησί έχει σημαντικότατους πολιτιστικούς χώρους –μεταξύ αυτών και το μουσείο-και δεν τους επισκέπτεται. Ήρθε  και η πανδημία που έκανε τεράστια ζημιά στους πολιτιστικούς χώρους. Και φυσικά υπάρχει ο οικονομικός αντίκτυπος τόσο της πανδημίας όσο και του πολέμου στην Ουκρανία. Φέτος βρεθήκαμε στην  δυσάρεστη θέση να κρατήσουμε κλειστό το μουσείο τις απογευματινές ώρες–αυτό συνέβη πρώτη φορά στα σχεδόν 60 χρόνια λειτουργίας του-επειδή ήταν οικονομικά ασύμφορο.

– Εσείς αποφασίσατε να διασώσετε και να διαδώσετε το έργο του Παππού σας;

Ο παππούς μου ο Κώστας έγραφε. Πολύ και πολλά και μέχρι το τέλος της ζωής του. Αυτή ήταν η δουλειά του. Τη διάσωση του έργου του ανέλαβε ο μικρότερος γιός του Μάνος–αδελφός του πατέρα μου, διευκρινίζω. Είπα για την ίδρυση του μουσείου. Η δική μου ενασχόληση μετρά μόλις δώδεκα χρόνια και αφορά κυρίως στην διάδοση. Δεν ξέρω αν αποφασίσαμε εμείς, ή εάν ήταν απλώς φυσική εξέλιξη των πραγμάτων. Ο Κώστας Φαλτάιτς ασχολήθηκε με πολλά, καίριας σημασίας-ακόμα και σήμερα- ζητήματα, τα προσέγγισε με σφαιρικό και ανοιχτόμυαλο τρόπο, και είχε τόσο ωραίο τρόπο απόδοσης, που θα ήταν κρίμα να μη διασωθεί και διαδοθεί το έργο του.

O Κώστας Φαλτάιτς, δεύτερος από δεξιά στον ‘Άγιο Παντελεήμονα                                                   της Νικομήδειας, 30 Μαΐου 1921.

– Μπορεί σήμερα να διασώζεται το παρελθόν, σε  εποχή παρελθοντοφάγο;

Σίγουρα δεν είναι παρελθοντολάτρης η εποχή μας. Είναι ενθαρρυντικό και παρήγορο να βλέπεις νέους να αντιλαμβάνονται την αξία του παρελθόντος, της παράδοσης και να στρέφονται προς αυτήν προκειμένου να εμπνευστούν και να δημιουργήσουν ένα βιώσιμο μέλλον. Λέγοντας παράδοση δεν εννοώ κάτι πεθαμένο και βαλσαμωμένο στο οποίο προσκολλόμαστε και το προσκυνάμε γιατί «δεν πρέπει» να το αλλάξουμε, αλλά αντιθέτως εννοώ τις πρακτικές γνώσεις, που μας παρέδωσαν οι πρόγονοι να μπορέσουμε να επιβιώσουμε και να εξελιχθούμε.  Πώς μπορεί να διασωθεί κάτι από το παρελθόν; Έχει να κάνει με το πώς αντιλαμβάνεται κανείς την αξία του και επιπλέον πώς περνά στις νεότερες γενιές το μήνυμα ότι το παρελθόν και η ιστορία μας δεν είναι βαρετό σχολικό μάθημα, αλλά εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο, χωρίς την ύπαρξη του οποίου δεν θα ήμασταν εμείς τώρα εδώ.  Τελείως πρακτικά μιλώντας, για να διασωθεί χρειάζονται τέσσερα πράγματα: α) γνώση, να γίνει αντιληπτή η αξία του, β) ενδιαφέρον για τη διάσωσή του γ) πόροι υλικοί και πνευματικοί για τη διάσωσή του δ) χρόνος και χρήμα.

– Σχεδόν 80 χρόνια από την αποδημία του παππού τί έχει να δώσει το έργο του σε μια νέα κοπέλα;

Κατ’ αρχάς έμαθα πολλά για την ιστορία της χώρας μου. Αναζητώντας άρθρα του ή προσπαθώντας να τεκμηριώσω στοιχεία και πληροφορίες, αναπόφευκτα διάβαζα τα πρωτοσέλιδα εφημερίδων της εποχής, άρθρα στο εσωτερικό εφημερίδων και περιοδικών αλλά και έγγραφα επίσημων φορέων. Διαπίστωσα με απογοήτευση πως πέραν των τεχνολογικών αλλαγών και διευκολύνσεων, οι καταστάσεις, που ζούμε  σήμερα, 100 χρόνια μετά, δεν διαφέρουν και πολύ: σχεδόν δυσβάσταχτο κόστος διαβίωσης, περιβαλλοντική καταστροφή, πόλεμοι, κομματική φαγωμάρα, που δεν αφήνει τίποτα να προοδεύσει. Γενικά, μπορώ να πω, με έκανε να αποκτήσω ενδιαφέρον για την ιστορία. Επίσης, διαπίστωσα πως οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας δεν ήταν και τόσο… αθώοι, αγνοί και άσπιλοι, όσο για κάποιον λόγο έχουμε στο μυαλό μας. Δεύτερον και εξίσου σημαντικό έμαθα πολλά για την οικογένειά μου και τη δράση της–σημειώνω πως ο Κώστας Φαλτάιτς πέθανε, όταν ο πατέρας μου ο Γιώργος ήταν 7 χρονών και ο αδελφός του ο Μάνος μόλις 5 και ως εκ τούτου οι ίδιοι δεν είχαν πολλά βιώματα από τον πατέρα τους. Τρίτον, με βοήθησε να «ξεσκονίσω» τις δημοσιογραφικές ερευνητικές μου ιδιότητες, λόγω της έρευνας, που χρειάστηκε να γίνει και σε εξωτερικές πηγές.

– Αναφέρατε το αδημοσίευτο έργο του Φαλτάιτς, τί να περιμένουμε προσεχώς;

Υπάρχει πολύ υλικό και για διάφορα θέματα: Για τους Βαλκανικούς Πολέμους, για το ρεμπέτικο, λαογραφικές μελέτες, μια για την εκ Σκύρου καταγωγή του Θησέα (ήταν και το τελευταίο, που έγραψε) και άλλα πολλά και σκορπισμένα. Θα ήθελα να βγει κάτι συγκεντρωτικό για το ρεμπέτικο–είναι κάτι που μου έχουν ζητήσει αρκετές φορές. Ένα τέτοιο εγχείρημα όμως θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο, δεδομένου ότι ο Φαλτάιτς ασχολήθηκε με τον χώρο από το 1915 κιόλας και μέχρι το τέλος της ζωής του το 1944, χωρίς όμως να γνωρίζουμε σε πόσα και σε ποια έντυπα έγραφε, και χωρίς να υπογράφει όλα του τα άρθρα. Ή θα μπορούσε ενδεχομένως να γραφτεί ένας δεύτερος τόμος, ως συνέχεια του «Πώς απέθανεν η Μικρά Ασία», που να αφορά την «επόμενη μέρα» της Καταστροφής, δεδομένου και του αγώνα που έκανε ο Φαλτάιτς υπέρ των προσφύγων. Ίδωμεν!

***

Επιλέγοντας επισημαίνουμε ότι μπορεί να ξενίσουν ορισμένους τα ρεπορτάζ του Κ. Φαλτάιτς αλλά έχουμε να κάνουμε μ’ έναν πνευματικό, ρομαντικό, αληθινό πατριδολάτρη, που γράφει εννοείται μονόπατα από την ελληνική πλευρά, μη ξεχνάτε είναι πολεμικός ανταποκριτής φιλοβασιλικής εφημερίδας, αλλά με μοναδικό λογοτεχνικό, τραγικό, αυθεντικό ύφος. Δεν είναι κομματάρχης ή επιζητών μέλλουσα πολιτική ή κομματική καριέρα, ονειρεύεται, δεινά αυταπατάται, Ελλάδα ανεξάρτητη, αντάξια των αρχαίων χρόνων, που είναι φυσικά μόνο στο μυαλό του. Στον Φαλτάιτς εκφράζεται μοναδικά μέρα την μέρα δια της αρνητικής οδού η διάψευση του οράματος και η τραγωδία, με τόλμη, παρρησία και πληρότητα, του ελληνικού τυχοδιωκτισμού κατ’ εντολήν των ξένων αφεντικών. Κι αν λόγω της λογοκρισίας και της πολεμικής αναγκαιότητας δεν μπορεί να κάνει πολιτικές εκτιμήσεις, πέρα από τα πατριωτικά ειωθότα, ο Φαλτάιτς με τις περιγραφές, την δύναμη της πένας και το λογοτεχνικό ύφος μιλά με τις εικόνες για την όποια εθνική υπόθεση, που για μια ακόμα φορά γίνεται παίγνιο στα χέρια του Αγγλικού και Αμερικάνικου Ιμπεριαλισμού με την συνενοχή ντόπιων πρακτόρων βενιζελικών τε και βασιλικών. Τα ίδια τα γεγονότα ξεσχίζουν το αφελές-μόνο για την περίπτωση Φαλτάιτς, για κανέναν άλλο-δίπολο από την μια οι πολιτισμένοι Έλληνες και από την άλλη οι βάρβαροι σφαγείς Τούρκοι.

Μόνο οι καταγραφές του καθώς η πολεμική επιχείρηση προχωρά και αποδεικνύεται πόσο καταστροφική γίνεται, είναι η απτή απόδειξη ότι ο ίδιος ο Φαλτάιτς είναι από τα μεγάλα θύματα της τραγωδίας, γιατί έχει συνείδηση, του τί γίνεται στην ουσία και στην πραγματικότητα, πέρα από τις εσωτερικές κομματικές συγκρούσεις και ανοησίες, κατ’ εντολή ξένων αφεντικών. Δεν έχει γεωπολιτικές αναλύσεις, μονόπλευρα καταφέρεται κατά του Κεμάλ γιατί υλοποίησε για τους Τούρκους το όραμα, που ξεπούλησαν οι ραγιάδες «δικοί του». Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι όταν άλλες εφημερίδες και πολεμικοί ανταποκριτές μιλούν για τις ελληνικές σφαγές, αυτός, είναι αλήθεια  μόνο  σε μια περίπτωση, με επιστολή τις διαψεύδει. Όταν απελευθερώνεται από την δουλεία της εφημερίδας, της πατρίδας, γενικά της πολεμικής ψύχωσης στο τελευταίο μέρος του βιβλίου με αδημοσίευτες μαρτυρίες, συνεντεύξεις και σημειώσεις είναι αληθινά συγκλονιστικός, είναι ο αληθινός Κώστας Φαλτάιτς. Ίσως έπρεπε να είναι αυτό η αρχή του βιβλίου, πάντως είναι, νομίζουμε, ανάγκη να βγει κάποτε αυτό χωριστό βιβλίο. Πολλά μπορεί να γράψει κανείς. Ο Φαλτάιτς είναι από τις πιο διαχρονικές και ενδιαφέρουσες πηγές της ελληνικής λαογραφίας. Συμφωνείς είτε διαφωνείς, σου δίνει τα εφόδια και τις εικόνες να εμβαθύνεις το ζήτημα, που ερευνάς. Και ένα τελευταίο, συντεχνιακό: Ωραία γλώσσα, περιζήτητα ελληνικά, ύφος, που σε βομβαρδίζει με εικόνες. Πόσοι τωρινοί δημοσιογράφοι πρέπει να πάρουν από το έργο του Φαλτάιτς μαθήματα και να τα προσαρμόσουν στο επιπόλαιο, πλαστικό, ηλίθιο σήμερα;

Η διεύθυνση του Μουσείου Φαλτάιτς είναι:

Λαογραφικό Μουσείο Μάνου και Αναστασίας Φαλτάιτς

Σκύρος 34007  & www.faltaits.gr