Μια μεγάλη φωνή, η τελευταία του παγκόσμιου μελωδικού θαύματος του Ρεμπέτικου, έφυγε πλήρης ημερών, στις 28 Μαρτίου 2022. Η Ρένα Στάμου ζούσε τελευταία στην κόρη της στο Λονδίνο, ξεχασμένη πλην με τεράστιο έργο. Διέθετε ιδιαίτερο τρόπο να ερμηνεύει εμβληματικά άσματα συνθετών, που χάραξαν ανεξίτηλα τον λαϊκό μας πολιτισμό. Χαρακτηριστικό δείγμα πολυβασανισμένης γενιάς, που πέρασε δια πυρός και σιδήρου και για αυτό τα πιο εμπνευσμένα και ανθεκτικά της στοιχεία άγγιξαν την απαντοχή, την αισθητική ανάταση, την δόξα και σχετική διαχρονικότητα. Ο διαχειριστής της ιστοσελίδας Ηλίας Βολιότης-Καπετανάκης είχε την τύχη να είναι ο βιογράφος της Ρένας Στάμου στο βιβλίο του «Μουσικό Σεργιάνι. Άλλα 24 «ρεμπέτικα» πορτρέτα» (εκδόσεις Μετρονόμος, 2014). Η πρώτη συνέντευξή της δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μετρονόμος» τον χειμώνα του 2005 και ακολούθησε η τελική μορφή στο εν λόγω βιβλίο, που κυκλοφορεί με εξώφυλλο έναν περίφημο πίνακα του Πάνου Φειδάκη. Όσο καιρό αυτή έμενε στον Πειραιά (Παλιά Κοκκινιά) ο συγγραφέας είχε τακτική επικοινωνία μαζί της, οπότε συμπληρώθηκε η βιογραφία με πολλά ντοκουμέντα.
Η Ρένα Στάμου κόρη του Θεόδωρου Δασκαλάκη-Σεβδαλή από την Κρήτη με καταγωγή από την Μικρά Ασία και της Κυριακής Σταματοπούλου από την Πάντερμο Μαγνησίας, γεννήθηκε στα Χανιά στις 4 Ιουλίου 1930. Έζησε στο Ορφανοτροφείο Ηρακλείου αφού μετά τον χωρισμό οι γονείς εγκατέλειψαν τα 4 παιδιά τους. Κάποια στιγμή την αναζήτησε η μητέρα της την πήρε στο σπίτι, είχε ξαναπαντρευτεί με έναν τύπο, που προσπάθησε να την κακοποιήσει. Έτσι το έσκασε για τον Πειραιά και συνεχίζεται ο Γολγοθάς, που η ίδια αφηγείται με μοναδικό τραγικό τρόπο στο «Μουσικό Σεργιάνι». Παιδική και εφηβική ηλικία πικρό μυθιστόρημα. Στην μνήμη της Ρένας Στάμου δημοσιεύουμε δυο κεφάλαια από αυτήν την βιογραφία της, που αφορούν την καλλιτεχνική της πορεία.

«Ρένα», σκέτο!
– Είμαστε μετά την Κατοχή, γύρω στο 1945, αρχές 1946;
Εκεί περίπου, ήμουνα δέκα πέντε χρονών… Βρίσκομαι, λοιπόν, εκεί και μέσα στην στοά είχε ένα καφενείο… Και λέω να μπω μέσα να ζεσταθώ λιγάκι, είχα παγώσει. Είχα σκοπό να μην ξαναγυρίσω στο σπίτι εκεί, γιατί τραβούσα το ίδιο μαρτύριο μ’ αυτόνε, να θέλει να με κακοποιήσει. Λέω, τώρα εγώ δεν πρέπει να πάω πίσω. Και μπήκα μέσα. Ζήτησα ένα νερό, αλλά έτρεμα και αυτός, που είχε το καφενείο, απάνω ήταν η «Βραδυνή» η εφημερίδα, κι εκεί μέσα γινόντουσαν πρόβες, όλοι οι μουσικοί, Τσιτσάνης, Μητσάκης, Σέμσης και άλλοι. Με ρώτησε αυτός, από πού είμαι. Του είπα την ιστορία, όπως τα είπα τώρα εδώ, τα είπα και σ’ αυτόν κι ο άνθρωπος με κοίταξε καλά. Μου λέει:

-Να σου κάνω ένα τσάι;
-Ναι.
-Πείνας;
– Ναι.
– Και τί θέλεις;
– Ψάχνω για δουλειά.
– Μα τί δουλειά ξέρεις να κάνεις;
– Δεν ξέρω τίποτα, αφού́ απ’ το ορφανοτροφείο βγήκα! Πήγα σε ένα σπίτι κι έφυγα. Μετά πήγα σε ένα άλλο σπίτι, με είχαν σαν παιδί τους. Όλη την ιστορία…
Και μου λέει:
Είναι μια τραγουδίστρια, που θέλει να βρει μια κοπέλα να κοιτάζει τα παιδιά της. Θέλεις να πας; Το σκέφτηκα, το ξανασκέφθηκα, δεν ήξερα και πού θα πάω και τί θα γίνω. Ε, να το κάνω κι έτσι! Εκεί γνωρίστηκα με την τραγουδίστρια αυτή.
– …η οποία ήταν η… ; Το όνομά της;
Το όνομα αποκλείεται, δεν το λέω! Μου έχει πει, όσο ζει και όσο ζω, το όνομα να μην το πω! Εκεί βρήκα την καλή χαρά, που λένε. Ήτανε πολύ καλή, πάρα πολύ καλή, δηλαδή το άκρον άωτον της μεγάλης καλοσύνης το είχε αυτή η γυναίκα. Ένα ανδρόγυνο ήτανε κι εγώ κρατούσα τα παιδιά. Είχε έρθει ο Χρυσίνης να κάνουν πρόβα. Εκάνανε πρόβα, τραγουδούσαν. Ξέρω ’γω, ε ψιλοάρχισα να τραγουδάω, άκουγα και τα τραγούδια απ’ έξω, έκλεβα καμιά λέξη από ’δω, καμιά λέξη από κανένα άλλο τραγούδι, βέβαια δεν είχα υπόψη καν ότι εγώ θα μπορούσα ν’ ακολουθήσω τον δρόμο αυτό. Καθόλου, άγνοια, τελείως! Εκεί, που τραγουδούσα, με άκουσε:
– Για έλα εδώ εσύ!
– Συγνώμη, δεν θα το ξανακάνω!
– Όχι, έλα μέσα!
Της είχα πει την ιστορία. Τράβηξε και αυτή το μαρτύριο, που τραβήξανε και οι άλλοι. Πήγε (η μάνα μου) να της ζητήσει λεφτά… Και του λέει: Κοίταξε να δεις Χρυσίνη, αν μπορείς να το βοηθήσεις αυτό το παιδί, άκουσέ το, αν έχει φωνή, το απόγευμα να ’ρχεται σε σένα να του κάνεις πρόβες και να το πας στο καφενείο να το συστήσεις να βγάλει το μεροκάματό του. Πράγματι, λοιπόν, ο Στέλιος ο Χρυσίνης, κι αυτός πολύ καλός, με ακούει, της λέει:
– Είναι η φωνή της ωραία, είναι ζεστή, γλυκιά φωνή, αλλά είναι πολύ τρυφερή, πολύ παιδική, βλέπεις δεν καπνίζει κιόλας, δεν πίνει, τελείως καθαρή φωνή.
– Νομίζεις ότι κάτι μπορεί να κάνει;
– Και βέβαια!
– Τότε παρ’ τηνα, κάθε απόγευμα θα ’ρχεται να της κάνεις πρόβες.
Σα να την ακούω τώρα. Νομίζεις ότι κάτι μπορεί να κάνει; – έτσι επιβλητικά! Σε έξι μήνες ο Χρυσίνης με είχε κάνει φύλλο και φτερό! Φύλλο – φτερό! Πάει στο καφενείο και είπε: Βρήκα μια φωνή, πολύ ωραία φωνή, ένα κοριτσάκι δεκαέξι χρονών, πολύ ωραίο, πολύ έξυπνο, είναι μικρό, αλλά αξίζει. Ακούει ο Μητσάκης στο καφενείο.
– Μιλάμε τώρα για το καφενείο των μουσικών;
Στο καφενείο του Μάριου, γιατί ήτανε δύο, το καφενείο των μουσικών και του Μάριου. Ο Χρυσίνης πήγε στον Μάριο και το λέει αυτό. Ε, το ακούει ο Μητσάκης και έδειξε ενδιαφέρον. Τον βρίσκει τον Χρυσίνη και του λέει:
– Αυτό το κοριτσάκι, που έχεις εσύ, πού είναι, πώς μπορούμε να το βρούμε;
– Πότε το θέλεις, εγώ θα στο φέρω.
– Φέρ’ το μου, την τάδε μέρα…
…δεν θυμάμαι καλά ποια μέρα. Ήρθε ο Χρυσίνης της λέει: Πρέπει να πάμε την τάδε μέρα στο καφενείο, γιατί την θέλει ο Μητσάκης.
Ε, (πήγαμε), ο Χρυσίνης έφυγε, ήτανε και τυφλός, ήρθε η γυναίκα του, η Ελπιδα, τον πήρε, φύγανε. Μου λέει, κάθισε εδώ, θα σε βρει ο Μητσάκης. Είπε στον Μάριο αν έρθει ο Μητσάκης και ρωτήσει για ένα κορίτσι, δείχ’ του ότι είναι η κοπέλα αυτή. Ήρθε ο Μητσάκης, τον θυμάμαι, έτσι ένας ψηλός, λεβέντης, πολύ αρχοντάνθρωπος! Ρωτάει τον Μάριο και με δείχνει ο Μάριος. Μου λέει:
– Εσύ είσαι η Ρένα;
– Ναι.
– Τί τραγούδια ξέρεις;
– Δεν ξέρω πολλά…
– Ε, καλά, δεν ξέρεις να μας πεις κανένα;
– Ναι, μου έχει κάνει πρόβες ο κύριος Χρυσίνης.
Πήγαμε απάνω στο πατάρι, το βράδυ ο Μάριος είχε τα μπουζούκια. Είπα το «Όταν πίνεις στην ταβέρνα», είπα καναδυό ακόμα, που δεν θυμάμαι καθόλου. Μου λέει:
– Τί άλλο ξέρεις;
– Δεν ξέρω κανένα άλλο.
– Αυτά σου ’μαθε ο Χρυσίνης;
– Όχι, μου έμαθε κι άλλα, αλλά δεν τα τραγουδάνε γυναίκες, τα τραγουδάνε άντρες.
– Εν πάση περιπτώσει πες ποια είναι αυτά;
Είπα ένα τραγούδι του Πρόδρομου Τσαουσάκη, που μου είχε βρει ο Στέλιος Χρυσίνης, αλλά δεν θυμάμαι τώρα τον τίτλο του και μου λέει:
– Εντάξει, θα ’ρθεις αύριο.
– Δεν μπορώ να ’ρθω πρωί, γιατί είμαι σε μια κυρία και κοιτάζω δυο μωρά και μένω εκεί και τρώω εκεί και κοιμάμαι εκεί.
– Εντάξει μην ανησυχείς, έλα το απόγευμα.
Μου ’δωσε τη διεύθυνση του, έμενε κάπου πριν την Πετρούπολη, δεν θυμάμαι την οδό. Θα ’ρθεις εκεί, πάρε ένα ταξί κι εγώ θα το πληρώσω.
– Αυτό ποιο έτος έγινε;
Το 1948. Πήγα εγώ και μου δίνει τα πρώτα τραγούδια, που είπα, την «Σεμιχά» και το «Φτωχοκόριτσο». Μου λέει:
– Έχεις γονείς;
– Έχω μια μάνα, αλλά δεν την θέλω την μάνα μου.
– Άμα τραγουδήσεις, ποιος θα ’ρθει να υπογράψει για σένα; Γιατί είσαι ανήλικη, πρέπει να ’ρθει κάποιος δικός σου.

Δεν με ρώτησε γιατί. Κατάλαβε, κάτι συμβαίνει, σου λέει, για να μην την θέλει την μάνα της. Θυμήθηκα τη θεία μου, την αδελφή του πατέρα μου. Θεία μου, που θα με σώσεις, που έτσι, που αλλιώς! Ήρθε η καημένη, υπόγραψε ότι είναι μάνα μου. Τέλος πάντων, κάπου αστεία, κάπου θλιβερά, με βάζει ο Μητσάκης στην Κολούμπια και βγαίνει ο δίσκος. Γράφει «Ρένα» η ετικέτα. Έξι μήνες τραγουδούσα με το «Ρένα», σκέτο. Τραγουδούσε, όμως, και η Ρένα Ντάλια. Έπρεπε να μου βρουν ένα επώνυμο, γιατί γινόταν μπερδεμός. Μετά τον Μητσάκη μ’ ακούει ο Τσιτσάνης και του λέει του Χρυσίνη:
– Θέλω τη μικρή να μου την στείλεις.
– Πού θα ’ρθει να σε βρει;
– Εδώ στου Μάριου.
Και πήγα πράγματι στου Μάριου, βρήκα τον Τσιτσάνη. Μου λέει:
– Θα πας στην οδό Ξούθου και θα ζητήσεις τον Πρόδρομο τον Τσαουσάκη.
– Ε, να πάω… Πού είναι αυτό;
– Να, μόλις βγεις εδώ στον δρόμο αυτό το μικρό στενό, είναι ένα μικρό ξενοδοχείο, θα μπεις μέσα και θα ζητήσεις τον Πρόδρομο τον Τσαουσάκη.
Πήγα κι εγώ. Ζητάω τον Πρόδρομο τον Τσαουσάκη. Κατεβαίνει ο Τσαουσάκης με την ωραία βαριά φωνή του:
-Ποιον ζητάτε;
–Τον κύριο Τσαουσάκη.
-Εσύ ποια είσαι;
-Μ’ έστειλε ο κύριος Βασίλης.
-Α, είσαι εσύ, που μου είπε;
Έτσι με βαριά φωνή κι εγώ νόμισα ότι ήταν κακός και λέω ωχ, εδώ δεν θα τα βρω καλά! Θα τα βρω σκούρα-είπα μέσα μου. Με πήρε και πήγαμε στου Μάριου. Λέει ο Τσιτσάνης: Θα τραγουδήσεις την «Παρεξήγηση» και η κοπέλα θα σου μπει στο δεύτερο σημείο «και ζητούσα από σένα μια εξήγηση να μην έχουμε στο τέλος παρεξήγηση». Εγώ είχα το εξής καλό: Μπορούσα να βγω πάνω από την φωνή του Τσαουσάκη, οκτάβα απάνω, χωρίς να στριγκλίζω, δηλαδή να βγαίνει ακέραια φωνή μέχρι σήμερα. Και να λέει ο Τσιτσάνης: Απίστευτο αυτό το πράγμα! Πού το βρήκα αυτό το χρυσάφι! Εγώ, βέβαια, ζωντόβολο! Πού να έχω ιδέα από όλα αυτά, που έλεγε αυτός. Εγώ ήθελα να γίνω κάτι, να φανώ, να βγάλω μεροκάματο, να ζήσω, να σταθώ μόνη μου στα δυο μου πόδια…
Όπου εντάξει, τώρα θα μας πεις «Με λες μπεκρή και μπατιράκι», μετά θα μας πεις… τα ’χω γραμμένα αυτά τα τραγούδια… Γιατί του Τσιτσάνη ήταν μια σειρά μεγάλη, που δεν τα θυμάμαι… Μεγάλα τραγούδια και όλα ήτανε με τον Τσαουσάκη. Όλα! Μετά του λέω, έτσι μ’ ένα παράπονο: Βασίλη, μα γιατί δεν μου δίνεις και μένα να πω μόνη μου, να είμαι εγώ πρώτη. Και μου απαντάει: Άκου να δεις, είσαι τόσο καλή, δεν υστερείς από φωνή, δεν υστερείς από χρώμα, όμως αυτό, που εσύ δίνεις στα δικά μου τραγούδια, δεν μπορεί άλλη φωνή να μου το δώσει. Θα σου δώσω, θα ’ρθει η ώρα, που θα σου δώσω, αλλά όχι ακόμα τώρα. Εντάξει, όχι ακόμα τώρα, όχι.
Τα βαφτίσια
Συνεχίζω εγώ με τον Τσαουσάκη, συνεχίζω με τον (Δημήτρη) Ρουμελιώτη, συνεχίζω με κάποιον άλλο, δεν τον θυμάμαι. Ε, βρίσκω δουλειά, πάω με τον Μάρκο. Μάρκος, Μπάτης, Στράτος, Παπαϊωάννου, Μητσάκης, ο Φώτης Μιχαλόπουλος κιθάρα, όχι ο τραγουδιστής, ο Τουρκάκης. Το πρώτο πάλκο, που δούλεψα. Στου «Καλαματιανού» μες στη μέση στις Τζιτζιφιές. Αρχίζω να στέκομαι στα πόδια μου πλέον. Όπου από ’κει κι εκεί κάνουμε μια μέρα δισκογραφία με τον Τσιτσάνη και λέει ο Τσιτσάνης. Μάλλον ο κύριος Μηλιόπουλος έλεγε στον Τσιτσάνη:
– Δεν γίνεται, Βασίλη, έχουμε μπέρδεμα, Ρένα και Ρένα, δίνουμε τον δίσκο της μικρής, έρχονται πίσω οι γραμμοφωνατζήδες, την μπερδεύουν με την Ρένα Ντάλια. Πρέπει να της βρούμε ένα επώνυμο.
– Πώς σε λένε;
– Σεβνταλή.
– Ω! Άστο αυτό, ξέχνα το!
– Πώς να την πούμε;
Τα λέω και ανατριχιάζω! Εκεί που τραγουδούσαμε με τον Τσαουσάκη, του λέει, κι ήταν τότε με τα κεριά η δισκογραφία, Βασίλη, τί θα ’λεγες να την γράψουμε Στάμου. Χαλάμε το κερί.
– Αυτό ποιος το είπε ο Τσαουσάκης;
Όχι, ο κύριος Μηλιόπουλος! Μέσα με τον Αρεταίο, που γράφανε, και του φωνάζει:
– Βασίλη! Τί θα ’λεγες να την γράψουμε: Στάμου;
– Γράψ’ τηνε.
– Ωραίο είναι;
– Ωραίο είναι!
– Ε, τότε γράψ’ τηνε!
Πάει το κερί! Ξαναγράφουμε το τραγούδι. Μετά από έξι μήνες, το 1948, μπήκε και το όνομα Ρένα Στάμου και κόλλησε. Από εκεί αρχίζω να λέω του Βασίλη, πρώτη φωνή, να τραγουδάω του Παπαϊωάννου, να τραγουδάω του Χατζηχρήστου, το «Βασανάκι» το πρωτοδοκιμάζαμε εκεί πάνω στο πάλκο. Να τραγουδάω του Χρυσίνη, να τραγουδάω κι άλλων.
– Το πρώτο τραγούδι του Δερβενιώτη, με τον Γιάννη Τζιβάνη, «Μόνο ψέμα κι απιστία».

Του Καλδάρα, πολλά, πολλά! Άρχισα να σταθεροποιούμαι σα Ρένα Στάμου. Να ξεκινάω κείνη την εποχή με τα τραγουδάκια, να γίνουμαι ένα μικρό ψευτοονοματάκι, αλλά σταθερό. Δηλαδή, δεν είπα πέντε και άντε χάθηκα. Συνέχισα να βγάζω δίσκους 78 στροφών. Μετά δούλεψα με τον Βασίλη (Τσιτσάνη) στου Γιώργου Μαργωμένου, δούλεψα με τον Ζαμπέτα στην «Τριάνα» του Χειλά, δούλεψα με τον Παναγιώτη τον Γαβαλά, ο οποίος ήτανε τότε μόνο μπουζουξής, δεν είχε τραγουδήσει καθόλου σε δίσκους. Πρέπει να ήτανε το 1950, δεν είχε βγει σε δίσκους για τραγούδι.
Κι εγώ τον έπαιρνα μαζί μου στις δουλειές μου, όταν ήταν καλοκαίρι τραβιόμουνα στα Γιάννενα, πολύ, πάρα πολύ! Στου Κώστα του Μακρή το μαγαζί στην λίμνη και τον έπαιρνα μαζί μου. Μετά πηγαίναμε στην Κρήτη από ’δω, από ’κει, δουλέψαμε και σ’ ένα μαγαζί στην Κοκκινιά, στα Γερμανικά απάνω. Δούλευα στου «Περιβόλα», στου «Κεφάλα» και στα «Κουνέλια» στο μαγαζί του Στελλάκη Περπινιάδη.
Άρχισα άνοδο. Δόξαζα τον Θεό. Άρχισε να με ζητά η Αμερική, άρχισε να με ζητά η Αίγυπτο, από ’κει άρχισε να με ζητάει η Τουρκία. Από ’κει πήγαμε με τον Γιώργο Μητσάκη στην Κωνσταντινούπολη, πρώτα είχε πάει με άλλη τραγουδίστρια, μετά πήγα εγώ στο «Μπελεντιέ Καζίνο» με μια τραγουδίστρια του ελαφρού τραγουδιού, την Νίτσα Μόλλη, που ήτανε απίθανη στα ισπανικά τραγούδια, αυτό το 1952. Τρεις μήνες και μετά με πήρε πάλι το «Γκιουνέι Παρκ» για εννέα μήνες, το 1953, μόνη μου. Έφυγα για λίγο και το ίδιο έτος πήγα στο «Ντενίζ Παρκ» για καναδυό μήνες, πάλι στην Πόλη. Μετά πήγα στον Καναδά, πήγα Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, ήταν το φινάλε σε αυτή την φάση της καριέρας μου. Γύρισα εδώ και τα βρήκα όλα άνω κάτω.
-Ποια εποχή ήταν;

Πρέπει να ήτανε το 1954; Εκεί μέσα, πρέπει να ήτανε 1953 – 1954, ήτανε το τέλος της τουρνέ, που έκανα. Είπα θα γυρίσω πίσω, θα κοιτάξω να ξανακάνω δισκογραφία, γιατί τότε είχαν βγει στα μαγαζιά να είναι πέντε-πέντε οι γυναίκες και να αμολιόνται στα τραπέζια… Και πού να σταθείς τώρα με τέτοια πράγματα! Κάνανε κονσομασιόν, ούτε όνομα κοιτάζανε αν είσαι, τίποτα! Τους ενδιέφερε να ανοίγεις μπουκάλια. Μα τους λέω, χρυσέ μου άνθρωπε, εγώ δεν πίνω, δεν καπνίζω πώς θα ανοίξω μπουκάλι (στον πελάτη). Αν το ανοίξω θα πρέπει να το πιω, εγώ δεν πίνω. Δεν μπορούσα να γυρνάω από τραπέζι σε τραπέζι!
Ξαναφεύγω! Πάω στην Αίγυπτο, μάλλον ήταν το 1954. Γράφω στον Διαμαντή τον Βαχάρη, που ήταν ατζέντης μου και του λέω, σε παρακαλώ πάρα πολύ, το και το μου συμβαίνει. Βρες μου δουλειά να ’ρθω στην Αίγυπτο. Αυτός με είχε πρωτοπάρει και με είχε βάλει στο «Αλεξάνδρεια Κορνίζ», σ’ ένα μαγαζί πελώριο, που ήτανε μες στην θάλασσα και λεγότανε και το μαγαζί «Μπλου Μπερντ». Μένω εκεί τέσσερις μήνες. Μετά μου λέει:
– Σε ζητάνε στο Πορτ Σάιδ, θέλεις να πας;
– Θέλω να πάω!
Δεν ήθελα να γυρίσω. Πάω στο Πορτ Σάιδ, λεγότανε κι αυτό «Μπλου Μπερντ» και δουλεύω εκεί με τον Λουκά Νταράλα, τον μπαμπά του Γιώργου. Δουλεύω εκεί πέρα έξη μήνες, στο μαγαζί στο Πορτ Σάιδ. Μένω με τον Λουκά, μου λέει: Εγώ θα φύγω, θα πάω στην Κύπρο. Του λέω: Αν δεις κι είναι καλά, πάρε με τηλέφωνο κι εγώ θα ’ρθω. Έφυγε ο Λουκάς. Έφυγα κι εγώ, γιατί δεν είχαμε μπουζούκι. Τώρα, πού πάω; Δούλευα εκεί πέρα. Ήρθε ο Φώτης Δούσης από το Κάιρο, ήταν με την Μαίρη Λίντα, ήταν αρρεβωνιασμένοι, χωριστήκανε, δεν ξέρω τι, ήρθε ο Φώτης να βρει πλοίο να μπαρκάρει, να βγει στο Βέλγιο. Ήρθε στο «Μπλου Μπερντ», με βρήκε και λέει:
-Ρε συ Στάμου -πολύ καλό παιδί, καλός συνάδελφος!- εδώ έρχονται πολλοί καπεταναίοι, μπορείς να βοηθήσεις να με πάρει κανένας καπετάνιος να με βγάλει στο Βέλγιο;
-Φώτη μου να ’ρθεις.
Ήρθε όσες μέρες ψάχναμε να βρούμε καράβι, που θα τον έπαιρνε, δούλευε μαζί μας. Τέλος πάντων, εβρέθηκε καπετάνιος-μετά από κανένα μήνα;-εβρέθηκε και τον πήρε τον Φώτη. Του λέει: Θα σε πάρω για πλήρωμα, αλλά εσύ θα παίζεις μουσική. Τον έβγαλε τον Φώτη στο πρώτο λιμάνι, στο Βέλγιο. Πήγε καλά στο Βέλγιο, από ό,τι έμαθα από συναδέλφους, άνοιξε μαγαζί, τον ευνόησε η τύχη, ήταν καλό παιδί. Έκτοτε δεν τον ξανάδα εγώ τον Φώτη τον Δούση. Από ό,τι έμαθα, ρωτούσα πάντα για τους παλιούς συναδέλφους, πάντα ρωτώ, ενδιαφέρομαι να μάθω. Λοιπόν, λένε ο Φώτης είναι καλά, μια χαρά. Ποιον ερώτησα, πριν πόσες μέρες; Πριν να φύγω, γιατί έχω συνδέσεις με ανθρώπους, που κάνουνε τουρνέ και συναυλίες Γερμανία, Βέλγιο, Γαλλία, Αγγλία.
-Στο Βέλγιο πήγατε να δουλέψετε μετά εσείς;
Πήγα στο Βέλγιο, ήταν η Μαρκοπούλου η Βαγγελιώ, ήταν κι αυτή πολύ φωνή και καλή κοπέλα, εργάστηκα κι εκεί. Ε, πόσο πια; Έρχεται καιρός, που λες, να γυρίσω στην πατρίδα. Αγαπάς τον τόπο, που γεννήθηκες. Ξαναγύρισα εδώ το 1957 για μικρό χρονικό διάστημα. Παίξαμε στην «Χαβάη» του Ξυπολιτάκου, στο Νέο Ηράκλειο. Είχε δυο ορχήστρες του Μπέμπη Μπουγά με την Μαριάννα Χατζοπούλου και λαϊκή ορχήστρα με τον Θόδωρο Δερβενιώτη, τον Γεράσιμο Κλουβάτο, μια τραγουδίστρια Μαίρη, δεν θυμάμαι επώνυμο, τον Σπύρο Ζαγοραίο κι εμένα. Ξαναβρήκα, όμως, τα μαγαζιά να αμολέρνουνε (τις γυναίκες) στα τραπέζια και έτσι ξαναέφυγα στο εξωτερικό. Γύρισα το 1974, μετά από δεκαεφτά χρόνια! Αλλά δεν παρουσιάστηκα καν, ούτε για δουλειά, ήρθα έτσι, να δω τον τόπο μου. Και ξεκίνησα πάλι περιοδείες σε διάφορα μέρη του κόσμου. Όλα αυτά τα χρόνια ήμουν έξω, την έβγαλα έξω. Γιατί έξω αναγνωρίζανε τον καλλιτέχνη και λέγανε ο άνθρωπος αυτός αξίζει, είναι βαλμένος στη θέση του. Κάποιος μου είπε: Είσαι πολύ βαλμένη στη θέση σου. Του λέω: Μ’ αυτούς, που είχα μπλέξει, αυτοί με μάθανε να είμαι σήμερα βαλμένη καλά στη θέση μου. Ε, βέβαια!