Πέρασε μια δεκαετία κιόλας από την αποδημία του χαρισματικού βάρδου ΜΠΑΜΠΗ ΓΚΟΛΕ. Ήταν χθες,
Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012, που κάναμε στην «Αυλαία», (Κωνσταντινουπόλεως) την εξαιρετική, μαζική
εκδήλωση: «Η Αριστερά και το ρεμπέτικο»; Με τον Μπάμπη σε μια από τις τελευταίες, συγκλονιστική
μελωδική παρουσία, μαζί με σχεδόν όλους τους νεώτερους, τον ανθό από τα παιδιά, που επανεκτελούν
με σεβασμό και μεράκι το ρεμπέτικο τραγούδι. Πότε έφυγε κιόλας τόσος χρόνος από την αποφράδα
Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015, που αποδημούσε πρόωρα αφήνοντας μέγα, ουδέποτε αναπληρωθέν κενό!
Δέκα χρόνια μετά αναδημοσιεύουμε το αφιέρωμα, που κάναμε τότε στην μαχητική και στον πολιτισμό
Ιστοσελίδα μας. Στην μνήμη ενός ακόμα μεγάλου Φίλου, που γλεντήσαμε μαζί τα μεράκια μας….
*********
Μας έμαθε το αυθεντικό Ρεμπέτικο
Γράφει ο ΗΛΙΑΣ ΒΟΛΙΟΤΗΣ – ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗΣ
Το «φοιτηταριό» δεν πρωτοστάτησε μόνο στην εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973, με την καθοριστική παρέμβαση της Κομμουνιστικής Νεολαίας Ελλάδας (Κ.Ν.Ε.). Η μαζική πολιτική συνειδητοποίηση και η μαχητική κοινωνική υπέρβαση του Νοέμβρη έφερε πάμπολλα άλλα ζηλευτά καλούδια, παράπλευρες ωφέλειες. Παράδειγμα, αυτό, που απεκλήθη-ηλιθίως και κυρίως για φτηνιάρικους εμπορικούς λόγους, για χοντρή κονόμα ανιστόρητων άσχετων-«αναβίωση του ρεμπέτικου». Στην πραγματικότητα πρόκειται για την διαρκή μέθεξη της νεολαίας και του λαού, αυτήν την φορά σε συνθήκες της λεγόμενης Μεταπολίτευσης και ως σήμερα, του ρεμπέτικου τραγουδιού, η μέγιστη στον κόσμο σε αυθεντική ομορφιά, σε μελωδική ανάταση και κοινωνική ευαισθησία λαϊκή δημιουργία κατά τον 19ο και κυρίως στον 20ό αιώνα. Μοναδικό φαινόμενο: Αν και η μήτρα παραγωγής του ξεριζώθηκε σχεδόν βίαια από την ξενόδουλη εξουσία το 1950-1955, εξακολουθούν αυτά τα παλιά μα τόσο διαχρονικά αριστουργήματα να ψυχαγωγούν και να εμπνέουν. Ουδέποτε πέρασαν στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Στους καημούς η γόνιμη απαντοχή μας…
Η καινούρια τους ανθοφορία στις ψυχές και στα γλέντια μας έγινε με αποφασιστική συμβολή ενός χαρισματικού «μυστήριου» Πατρινού τύπου, που ταξίδεψε πρόσφατα, αλλά δεκαετίες ήταν ρεμπέτικη γέφυρα με τις σύγχρονες αναζητήσεις, ανάγκες και δημιουργίες. Μην κοιτάτε σήμερα, που επί το πλείστον είναι ψοφοδεή πιθηκάκια, τρομαγμένα και απελπισμένα σπασικλάκια, που μέρα νύχτα χαϊδεύουν τηλέφωνο με οθόνη κι άλλα μαραφέτια, που υποκαθιστούν τον εγκέφαλο μέχρι να τον εξοντώσουν. Στα φοιτητικά χρόνια ήμασταν στην πρωτοπορία και του πολιτισμού. Έχουμε μιλήσει για τα Φεστιβάλ Κ.Ν.Ε.–ΟΔΗΓΗΤΗ, για χρόνια την πιο μεγάλη στα Βαλκάνια, αν όχι στην Ευρώπη γιορτή.
Μήτρα ένα υποβαθμισμένο πανεπιστήμιο. Της Πάτρας. Πολιτικοποιημένοι, κυρίως στην φοιτητική τους ζωή, νέοι, αφού δεν βρήκαν επαρκή επιστημονική, δημοκρατική μόρφωση, την μέρα κατέβαιναν στην αγωνιστική διεκδίκηση. Το βράδυ συνέρρεαν σε ταβερνάκια, όπου ανθούσαν, προφανώς από την ύπαρξη πανεπιστημίου, παρέες των μερακλήδων, που γλεντούσαν τα ερωτικά και άλλα μεράκια τους. Μπορεί αρκετοί να βγήκαν λειψοί Μαθηματικοί, Φυσικοί, Χημικοί, πολλοί να τα παράτησαν για άλλους επαγγελματικούς δρόμους, πλην όμως κάποιοι από αυτούς μάθανε μπουζουκάκια, κιθαρούλες, τραγουδούσαν, ανέβαιναν σε παταράκια αυτών των κουτουκιών και οι πιο ταλαντούχοι έγιναν επαγγελματίες ή ερασιτέχνες τραγουδιστές και μουσικοί.
Εκεί μέσα ιερουργούσε ο… περίεργος τύπος, καμιά δεκαριά χρόνια μεγαλύτερός μας, με το ασυνήθιστο επίθετο: ΓΚΟΛΕΣ. Μπάμπης Γκολές. Έλεγε μοναδικά τραγούδια. Ορισμένα τα γνωρίζαμε σε εμπορικές εκτελέσεις, ή σακατεμένα στην βαβούρα του σκυλάδικου. Παντελώς άγνωστα τα πλείστα! Όλα βγαλμένα από το παλιό, βραχνό γραμμόφωνο. Αποσπάσματα, θαρρείς, Αρχαίας Τραγωδίας! Πόσο τέλεια παιγμένα, τραγουδισμένα από τον Μπάμπη, με αυτήν την δωρική, ρωμαλέα φωνή, με τον κοφτό λυγμό, που ποτέ δεν ξέπεφτε σε φτηνή, γλυκανάλατη τσαλκάντζα! Προσπαθούσε και κατάφερνε να αποδίδει όσο πιο αυθεντικά μπορούσε την ατμόσφαιρα των μεγάλων, αγνώστων τότε σε μας λαϊκών βάρδων, του Κάβουρα, Νταλγκά Δελιά, Χατζηχρήστου, Παπαϊωάννου, Παπάζογλου, Τζουανάκου, Παγιουμτζή, Τσαουσάκη, Τατασόπουλου, Μητσάκη, Μοσχονά κ.ά. Προσθέστε μοναδικά σμυρναίικα αλλά και αμφιλεγόμενα «αρχοντορεμπέτικα».
Σταθήκαμε κι εδώ τυχεροί! Ο Μπάμπης Γκολές μας πήρε από το χέρι και μας έδειξε τον ολάνθιστο κήπο του αυθεντικού ρεμπέτικου, σε εποχή, που ο όρος και κυρίως το μελωδικό είδος, άρχισε να δεινοπαθεί από ποικίλους σκιτζήδες. Συγκεχυμένα είναι στο μυαλό μου πότε ο Μπάμπης άφησε τα σκυλάδικα της Πάτρας για να θριαμβεύσει στο «φοιτηταριό» και κατόπιν στο πανελλήνιο. Εκεί στο κοινωνικό μεταίχμιο, 1974 – 1975 έγινε η μεγάλη στροφή. Μου έλεγε ότι από μικρό παιδί αγαπούσε πολύ, έψαχνε πάντα για ρεμπέτικα τραγούδια και προσπαθούσε να τα μαθαίνει ακούγοντας παλιούς δίσκους όσο το δυνατόν πιο πιστά στο πρωτότυπο, με αυθόρμητο σεβασμό να τα λέει σωστά στα μαγαζιά, που δούλευε.
Με την απόσταση του χρόνου, πιστεύω ότι ήταν η ευτυχής σύμπτωση, γύρισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι! Ο Μπάμπης έδινε στο κόσμο της νύχτας την ψυχή του με αυτά τα τραγούδια, που συνάντησαν ευήκοα ώτα πρώτα των φοιτητών της Πάτρας και οριστικοποιήθηκε ο γάμος, που γεννοβόλησε πάλι σε όλη την χώρα. Δεν υποτιμώ προσπάθειες σε άλλες πόλεις, παράδειγμα στην γενέτειρα, στον Βόλο. Απλώς δεν ήταν μαζικές και δυναμικές, δεν είχαν πεδίο αναφοράς την πολιτικοποιημένη νεολαία, που διέδωσε, συνάρμοσε για χρόνια στον τρόπο ζωής της το «ρεμπέτικο».
Της Πάτρας το «φοιτηταριό» με πρωτοψάλτη τον Μπάμπη Γκολέ και ό,τι στην Αθήνα και σε όλη την Γκραικυλία ακολούθησε. Από την Πάτρα γέμισε η χώρα ταβερνεία, που παίζεται το «ρεμπέτικο» (δυστυχώς τους έδωσαν το άθλιο όνομα «ρεμπετάδικα») με «ρεμπέτικες κομπανίες». Όλα έχουν αφετηρία, στην συγκεκριμένη φάση, τον Μπάμπη και τους μερακλήδες φοιτητές. Δεν ξεχνάμε τα προηγηθέντα «50 χρόνια ρεμπέτικο» με τον Γιώργο Νταλάρα, αλλά, όπως έχουμε από τότε γράψει, ήταν η προσαρμογή 25-26 ρεμπέτικων τραγουδιών στην μανιέρα μιας δημοφιλούς φωνής και στον τότε εμπορικό μέσο όρο. Ο δίσκος, βέβαια, έπαιξε πρόσκαιρα θετικό ρόλο στο κοινό και ιδιαίτερα στην νεολαία, αλλά δεν ήταν το μαζικό κίνημα, που σηματοδοτεί ο Μπάμπης:

Η αληθινή μανία να ψάχνουμε γερόντους με δίσκους γραμμοφώνου, να γράφουμε «σπάνια ρεμπέτικα» σε κασέτες, να τ’ ακούμε ολημερίς, να πηγαίνουμε βράδια να τα παίζει ο Γκολές με την μοναδική φωνή και τον απέριττο τρόπο, (ήταν έμφυτό του), στα ταβερνάκια του «φοιτηταριού», που συγκέντρωναν και άλλους πελάτες. Το πήραν οι καταστηματάρχες πρέφα, προσάρμοσαν την τακτική. Χάνανε, βλέπετε! Δεν πατούσαν φοιτητές σε μαγαζί, που δεν έπαιζε το μαγνητόφωνο κασέτες από τους «ρεμπέτικους» δίσκους γραμμοφώνου. Καναδυό φίλοι (θυμάμαι τον Λευτέρη Χαψιάδη) το έκαναν πιο επαγγελματικά. Πήγαιναν στα πατρινά μαγαζιά και πουλούσαν κασέτες με «άπαιχτα», με «σπάνια» ρεμπέτικα τραγούδια κράχτης φοιτητών. Δίνανε μια-δυο κασέτες, έτρωγε και έπινε η παρέα τζάμπα εκείνο το βράδυ.
Η δυνατή και ανίατη, που φάγαμε μετά πετριά να «βγάζουμε» κομμάτια από παλιούς δίσκους, να τα παίζουν οι ταλαντούχοι εξ ημών στις παρέες και κατόπιν στα μαγαζιά. Σε βάθος να ερευνήσουμε την ουσία του λαϊκού τραγουδιού των ελληνικών αστικών κέντρων, που αποκλήθηκε ρεμπέτικο. Να προσδιορίσουμε την κοινωνική μήτρα, τον μηχανισμό παραγωγής, ιστορικές φάσεις με τα εκάστοτε καλλιτεχνικά χαρακτηριστικά από τις απαρχές ως το κλείσιμο του κύκλου παραγωγής, το 1955. Έστω καθυστερημένα να συναντήσουμε παλιούς βάρδους ή απογόνους τους, να μας δώσουν θύμησες και ντοκουμέντα να φτιάξουμε πρωτότυπες βιογραφίες. Αναιρώντας ανιστόρητες μαλακίες και αθλιότητες του Η. Πετρόπουλου και άλλων σαλτιμπάγκων ν’ αναπαραστήσουμε στα καθ’ ημάς τον ωραίο κόσμο όχι με νοσταλγική θλίψη και σκουριά αλλά με γλέντι, που φέρνει, στις μεγάλες μας στιγμές νέες δημιουργίες. Πλην της ζωογόνου απαντοχής να πάμε λίγο παρακάτω την μελωδική και καλλιτεχνική σκυταλοδρομία των γενεών.

Οι φοιτητές της Πάτρας και ο Μπάμπης, απενοχοποιούν, ή για ν’ ακριβολογούμε, με την δημοτικότητα, που πήρε το ρεμπέτικο, αναγκάζουν και τα σκουριασμένα γέρικα μυαλά του Κ.Κ.Ε., εν γένει της Αριστεράς να δουν επιτέλους με την προσήκουσα σοβαρότητα το πιο δυναμικό, άτακτο, πλην πανώριο, διαχρονικό τέκνο του μελωδικού λαϊκού πολιτισμού, επιτέλους να βγάλουν σε μεγάλο βαθμό τις τσίμπλες από τα μάτια!
Ο Γκολές κατεβαίνει, θαρρώ, πρώτη φορά το 1981, και μετά το 1983 μόνιμα, στην Αθήνα, όπου περιμένουν ουρές κάθε βράδυ στον «Κουασιμόδο» και αλλού. Ο λαϊκός μελωδικός πολιτισμός έχει κερδίσει μια ακόμα μεγάλη μάχη. Φυσικά και δεν έλειψαν φαινόμενα κανιβαλισμού, βεβαίως έγινε συρμός το «ρεμπέτικο», εμπορική μανιέρα. Προτιμότερη η μόδα από την σιωπή, την αφάνεια και την μοναξιά! Από τον εμπορικό ορυμαγδό έμειναν πολλά χαρισματικά παιδιά, που με τον Μπάμπη Γκολέ, τον Γιώργο Ξηντάρη, τον Δημήτρη Κοντογιάννη, τον Μανώλη Δημητριανάκη, τον Μπάμπη Τσέρτο, τον Γιάννη Λεμπέση, τον Βαγγέλη Κορακάκη και άλλους νεώτερους συνεχίζουν αλά παλιά την λαϊκή μελωδική χειροτεχνία, υπηρετούν με μεράκι το ρεμπέτικο τραγούδι και ορισμένοι εκτός από την ερμηνεία των θρυλικών ασμάτων συνθέτουν και όμορφα σύγχρονα λαϊκά τραγούδια.

Θυμάμαι ότι ήταν από τότε «κομματικό έθιμο» οι δημοσιογράφοι του «Οδηγητή» (εφημερίδα της Κ.Ν.Ε.) και του «Ριζοσπάστη» να παρακολουθούμε για πληρέστερη ενημέρωση συνεδριάσεις κομματικών οργάνων (συνελεύσεις, συνδιασκέψεις και συνέδρια) έως την έναρξη της ψηφοφορίας επί των αποφάσεων. Πώς το ’φερε η ζωή και την άνοιξη του 1975 με στείλανε νεοσσό δημοσιογράφο του «Οδηγητή» στην Πάτρα; Το ξέχασα! Χαράχτηκε, όμως, ανεξίτηλα στο μυαλό και ζωηρά στην ψυχή μου το κουτουκάκι, που με πήγαν οι σύντροφοι, να κεράσουν δυο ποτήρια ρετσίνα. Πήχτρα «φοιτηταριό» και ο Μπάμπης να δίνει τα ρέστα του. Από τότε κόλλησα και με διάφορα προσχήματα ή συχνά χωρίς αυτά, πού μ’ έχανες, πού μ’ εύρισκες;-στην Πάτρα για κομματική (και καλλιτεχνική) ενημέρωση!
Πόσοι νέοι στις παρέες! Συναντιόταν οι τροχιές μας στης Χήρας, στα Γύφτικα, στην Αποθήκη, στο Χάραμα, στο Λυχνάρι,στα Ψηλαλώνια, στην Οβριά. Με κάποιους, τότε ή αργότερα γίναμε φίλοι, μ’ άλλους χαθήκαμε. Γιώργος Ζορμπάς, Ανδρέας Γκυζιώτης, Στέφανος Λαρόζας, Ηλίας Μοναχολιάς, Λευτέρης Χαψιάδης, Πάκης, Ζαφείρης, Νίκος Τζεδάκης (Τζέδος). Από τον Μπάμπη και της Πάτρας το «φοιτηταριό» έπεσε η σπορά και για το «Ανηφόρι» του Πειραιά, μόνιμος «ναός» του αυθεντικού «ρεμπέτικου», για πάνω από 35 χρόνια καρποφόρησε (έκλεισε το 2021).
Ο Μπάμπης Γκολές με τον Γιώργο Ζορμπά στην “Αποθήκη”, Πάτρα 1983.
Θέλω να μνημονεύσω ειδικά τον φίλο Γιώργο Ζορμπά, όχι μόνο γιατί έμεινε εννιά χρόνια στην Πάτρα (1975 – 1984), έκανε συχνά παρέα κι έπαιζε με τον Μπάμπη παίρνοντας μέρος στην δεύτερή του δισκογραφία. Μάλιστα εκ λάθους στον δίσκο αναφέρεται Νίκος Ζορμπάς. Για αυτήν την εξαιρετική φωνή, που φέρνει με δικό της πάντα τρόπο ήχους και χρώματα μοναδικών παλιών βάρδων δουλεμένη στην διδαχή και… άμιλλα με τον Γκολέ τα έχουμε πολλάκις πει, συχνά γκρινιάξει… Δυστυχώς για το τραγούδι επέλεξε να μείνει ερασιτέχνης προτιμώντας την τραπεζική ασφάλεια. Ομορφαίνει έστω κι έτσι, όλα αυτά τα χρόνια αμέτρητες βραδιές μας στο πάλαι ποτέ «Ανηφόρι» και σε άλλα πάλκα και συναυλίες.
Γίναμε φίλοι με τον Γκολέ. Εκδηλώσεις, συναυλίες, συνεντεύξεις, τραγούδησε και σε εκδηλώσεις του Φεστιβάλ της Κ.Ν.Ε. και του «Οδηγητή», γλεντήσαμε αμέτρητες βραδιές στα μαγαζιά της Πάτρας και της Αθήνας ως τις πρωινές ώρες. Πλακωθήκαμε, όμως, καλλιτεχνικά αρκετές φορές. Πολύ δύσκολος χαρακτήρας, όπως συμβαίνει με όλους τους καλλιτέχνες. Παροιμιώδης σφιχτοχέρης. Θυμάμαι τώρα χαρακτηριστικό περιστατικό: Είχε ο Νώντας Σκίντζας ένα παρατημένο, χαλασμένο μαντολίνο, μόνο το σκάφος του άξιζε, σωστό ερείπιο. Το βλέπει κάποιο βράδυ ο Μπάμπης:

– Φέρ’ το, ρε Νώντα!
– Τί να το κάνεις, ρε Μπάμπη;
– Θα το δώσουμε να το φτιάξουμε!
– Δεν βλέπεις ότι είναι σπασμένο, άσ’ το, το ’χω για διακόσμηση!
– Φέρ’ το εδώ σου λέω, είναι καλό κομμάτι!
Με τα πολλά το πήρε, το έδωσε σε οργανοποιό, έβαλε μάνικο μπουζουκιού-τζουρά και φτιάχνει το περίφημο μαντολινομπούζουκο με το οποίο έπαιζε πάνω από δυο δεκαετίες. Τον… σταυρώναμε να φτιάξει μπουζούκι της προκοπής. Αυτός τίποτα! Το έκανε λίγο πριν το 2000. Ουδέν κακόν αμιγές καλού! Η τσιγκουνιά έδωσε αυτόν τον περίεργο, όμορφο ήχο, που έβγαζε το εν λόγω όργανο στην δισκογραφία και στα πάλκα!
Τελευταία του σημαντική, με μια έννοια συμβολική, συμμετοχή στην εκδήλωση, που διοργάνωσα με τον ραδιοσταθμό «105 και 5 στο Κόκκινο» στην μουσική σκηνή «Αυλαία», την Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012: «Η Αριστερά και το Ρεμπέτικο» και την συμμετοχή σχεδόν όλων των καλλιτεχνών, που θεραπεύουν σήμερα το είδος. Το 2014 στο «Πέραν», στην Νέα Χαλκηδόνα της Αθήνας έπαιξε καναδυό βράδια ύστατη φορά επαγγελματικά, αλλά η αρρώστια είχε προχωρήσει. Η Ένωση Τραγουδιστών Ελλάδας (Ε.Τ.Ε) ήθελε, από καιρό προετοίμαζε τιμητική βραδιά-συναυλία αλλά ο ίδιος, αν και γνώριζε καλά την κατάστασή του, έλπιζε, με λαχτάρα περίμενε, να γίνει καλά, να παίξει και ο ίδιος σε αυτήν.
Πριν την αποδημία πήγαν με τον Δημήτρη Κοντογιάννη και… έριξαν πενιές σε μια ταβέρνα στην Δάφνη. Έπεσε η αυλαία. Κάθισα να θυμηθώ περιστατικά από τα αγνά, ρομαντικά χρόνια της Πάτρας. Έριξα στο χαρτί καμιά δεκαριά εικόνες. Την άλλη στιγμή το έσκισα. Πολύ νωρίς για εξιστόρηση, χώρια, που δεν είμαι… αντικειμενικός! Ο Μπάμπης Γκολές μάς έμαθε το αυθεντικό ρεμπέτικο σε κρίσιμη εποχή και ηλικία. Με επηρέασε, υπόγεια, πλην ανεξίτηλα, στο ερευνητικό έργο για την λαϊκή μουσική. Αυτό μόνο. Τ’ άλλα, τα πιο σημαντικά, τ’ ανείπωτα, τα λένε τα τραγούδια….
——————
* Δημοσιογραφική ανάπλαση ομιλίας σε εκδήλωση στην μνήμη του Μπάμπη Γκολέ, «Χαμάμ», Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015. Οι φωτογραφίες είναι από τα αρχεία του Γιώργου Ζορμπά και του Ηλία Μοναχολιά.
************** **************
Π ά τ ρ α 1 9 7 5
Γράφει ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΚΙΖΙΩΤΗΣ*
Μεταπολίτευση, πολιτικοποίηση, λαϊκό και φοιτητικό κίνημα. Οι φοιτητές της Πάτρας, είτε ντόπιοι είτε επί το πλείστον εξ Αθηνών «μετανάστες» έψαχναν το αυθεντικό της πόλης, σε μια προσπάθεια για το αυθεντικό της ζωή. Στα ταβερνάκια της παλιάς πόλης το ρεμπέτικο ανθίζει. Σε ένα-δυο χρόνια συναντάς πάνω από 30 ρεμπέτικες ορχήστρες. Ο Μπάμπης δίνει το ρυθμό.
Ο Λευτεράκης ψάχνει ρεμπέτικους δίσκους 78 στροφών, τραγούδια που δεν έχουν ακουστεί. «Γυφτοπούλα στο χαμάμ», το πηγαίνει κατευθείαν στον Μπάμπη, το βράδυ ακούγεται στου Τζίμη. Σε λίγες μέρες το ακούει και το χορεύει όλη η Πάτρα. Στη Ελλάδα έγινε γνωστό από την εκτέλεση… της Γλυκερίας. Στου Τζίμη του κουρέα στα Ψηλαλώνια μοναδικά ακούσματα και στο διάλειμμα παράσταση καραγκιόζη.

Στης χήρας της κυρά Γιωργίας το ταβερνάκι, ένα κιθαρόνι ή ένα τζουραδάκι γίνονταν ορχήστρα. Ο Αλέξης ο Σκούροςέβγαινε κλεφτά και τόστριβε. Το ’χε κρυμμένο στο φράχτη. Παίζαμε ένα βράδυ, μπήκε ο μάγκας ο καφετζής, που ’χε το μαγαζί του πλάι στον Παντοκράτορα, ακούει την πενιά και σαλτάρει πάνω σε ένα τραπέζι και το χορεύει. Φεύγουν οι δυο παράταιροι, που καθόντουσαν εκεί. Μετά μάθαμε πως ήταν ασφαλίτες. Ο Μπάμπης παίζει «Τούτοι οι μπάτσοι που ’ρθαν τώρα»!
Ένα χειμωνιάτικο βράδυ μάς πήρε από την χήρα ο Πατσάς, μας πήγε πιο πάνω απέναντι από το κάστρο, ξυπνήσαμε τον φίλο του το Γιώργη και την κυρά του και παίξαμε καθισμένοι γύρω από το τραπέζι της φτωχικής κουζίνας. Είχε καρκίνο και λίγη ακόμα ζωή. «γλυκοβραδιάζει κι ο ντουνιάς αμέριμνος γλεντάει την ώρα που ο χάροντας την πόρτα μου χτυπάει»!
Στο μπερντέ του καραγκιοζοπαίχτη Γιάνναρου, παράσταση με ούζο και μεζέ και μετά η κατηφόρα της οδού Γερμανού. Κάθε δέκα μέτρα και κέρασμα. «Καλώς τα παιδιά. –Γεια σου Μπάμπη, -Γεια σου Γιάνναρε». Στρίβανε μετά. Όχι Αντρέα, στου Σινούρη δεν είναι για σένα. Στα Γύφτικα πίσω από την πλατεία της Ομόνοιας το Κολωνάκι, το Μικρό Παρίσι, σε γύριζε πίσω 50 ακόμη χρόνια. Εκεί σεβόσουνα τους κανόνες και απολάμβανες το απόλυτα πρωτότυπο. Εκεί δεν παίζαμε. Μόνο ακούγαμε το γραμμόφωνο, συζητούσαμε χαμηλόφωνα, απολαμβάναμε το σκηνικό.
Στου Πάνου από το Λατζόι το ταβερνάκι πέρασε ένα βράδυ ο Μπάμπης και το επιβεβαίωσε μια φορά ακόμη. Έκατσε για λίγο, δεν παράγγειλε γιατί δεν πεινούσε, τα ’φαγε σχεδόν όλα και προφανώς δεν πλήρωσε. Φύγαμε ένα ανοιξιάτικο βράδυ από της Χήρας. Πήραμε κρασιά, καθίσαμε στην ψαρόσκαλα και συνεχίσαμε τις πενιές. Ο Πανέας απέναντι στον λιμενοβραχίονα ψάρευε και μας άκουγε. Φώναξε την παραγγελιά του: «Ώπα, μάγκα».
Πρώτη εμφάνιση του Μπάμπη στην Αθήνα στον Λυκαβηττό. Πίνουμε μπύρες στην καντίνα, ο Δημήτρης Κοντογιάννης τελειώνει το πρόγραμμά του, ο Μπάμπης Γκολές αναγγέλλεται. Τον κοιτάω. Ένα κουμπί από το τσιτωμένο πουκάμισο λείπει, ένας λεκές φιγουράρει, φοράει τα παντός καιρού πέδιλα με κάλτσες, φτύνει στις χούφτες και σενιάρει τα μαλλιά του. Αυτός είναι ο Μπάμπης, που ζήσαμε εμείς, πριν τον γνωρίσει το πανελλήνιο. Τούτες οι σκέψεις ξεχείλισαν από την ψυχή, μόλις άκουσα ότι πέρασε στην αιωνιότητα!
————————–
* Ο Ανδρέας Γκιζιώτης είναι καθηγητής Μαθηματικών, Δημοτικός Σύμβουλος Αγίας Παρασκευής Αττικής και ερασιτέχνης «μύστης» του μπαγλαμά.