Στάθης Γκότσης

Στάθης Γκότσης

Πώς γίνεται, προφανέστατα συνιστά μεγάλη ταξική πνευματική ανωμαλία, όλοι εμείς οι εραστές της λαϊκής μουσικής να βρίσκουμε, ν’ ακούμε κατά τεκμήριο όμορφα τραγούδια, όχι μόνο παλιά και κλασικά, αλλά τωρινά κι άκρως ελπιδοφόρα, ενώ τα ραδιοτηλεοπτικά και άλλα βοθροκάναλα ανηλεώς να βομβαρδίζουν τον όχλο της αποικίας Γκραικυλίας, με βρωμερή ηχητική σαβούρα, που σερβίρεται τάχα σαν η τελευταία λέξη της παραγωγής και της μόδας στην ερωτική καψούρα ή στην κουλτουριάρικη αφόρητη μελούρα και κυρίως μανιέρα; Αυτές οι σκέψεις, ως ρητορικό ή αναπάντητο ερώτημα, ήρθαν στον νου ακούγοντας τον καινούριο δίσκο του Στάθη Γκότση,  στίχοι Δημήτρης Λέντζος, με τον Παντελή Θεοχαρίδη: «Φωτοστέφανα σβησμένα» (κυκλοφορεί από τον Μετρονόμο). Φυσικά υπάρχει σαφέστατη απάντηση, χίλιες φορές έχουμε γράψει, αλλά μόλις ακούμε κάτι εκλεκτό και όμορφο αναπτερώνεται το αισθητικό μας «ηθικό» όχι απαραίτητα ως δικαίωση αλλά πρωτίστως ως ελπίδα και βεβαιότητα, ως πραγματικότητα μελωδική ότι η  μουσική χειροτεχνία σε πείσμα των καιρών, του πολέμου της ξενόδουλης  εξουσίας και της αφειδώς και συνένοχα σερβιριζόμενης μαζικής βλακείας ανθεί, εμπνέει και εξακολουθεί να δημιουργεί πρωτότυπα.

 Και τί περίπτωση ο Στάθης Γκότσης! Ο «γηραιότερος πρωτοεμφανιζόμενος συνθέτης»-όπως παροιμιωδώς αυτοσαρκάζεται! Μεσσήνιος με τεράστιο βιογραφικό όχι, όμως, στην μουσική αλλά κυρίως στην επιστήμη και την τεχνολογία. Είναι μόλις ο δεύτερος ολοκληρωμένος δίσκος του. Ο πρώτος βγαίνει το 2011, πάλι σε στίχους Δημ. Λέντζου με την Ασπασία Στρατηγού: «Τα έργα της καρδιάς» (Μετρονόμος). Τα λέει ο ίδιος με χαρακτηριστικό και γλαφυρό τρόπο, στην ενδιαφέρουσα συνέντευξη, που ακολουθεί. Πριν του δώσουμε τον λόγο να επισημάνουμε για μια ακόμα φορά και την εξαιρετική πολύτροπη ορχήστρα. Όταν υπάρχει μεράκι, η παρέα βγάζει την ψυχή της στην μουσική εκτέλεση. Ούτε είναι τυχαίο ότι όλοι αυτοί οι καινούριοι δίσκοι ταλαντούχων δημιουργών διαθέτουν ενορχηστρωτικές, οργανικές και άλλες πρωτοτυπίες: Κώστας Γρηγορέας (κλασική κιθάρα), Τάσος Φωτόπουλος (φαγκότο), Στέλιος Ιωάννου (κλαρινέτο), ΒιβήΓκέκα (μαντολίνο), Νεοκλής Νεοφυτίδης (πιάνο), Παντελής Ντζιάλας (κλασική & ακουστική κιθάρα), Γιάννης Σινάνης (μπουζούκι), Αλέξανδρος Καμπουράκης (ακορντεόν), Αλέξανδρος Μποτίνης (τσέλο), Βαγγέλης Ζωγράφος (κοντραμπάσο), Ντένη Σκανδαλάκη (τρομπέτα), Δρόσος Σκυλλάς (κρουστά). Ένας κι ένας!  Ακολουθεί η συνομιλία με τον Στάθη Γκότση:

– Ας ξεκινήσουμε με το πώς και το γιατί του δίσκου «Φωτοστέφανα σβησμένα».

To 2012, λίγους μήνες μετά το CD μας «Τα Έργα της Καρδιάς» και έχοντας ακούσει καλά λόγια γι’ αυτό το έργο, ο Δημήτρης Λέντζος μου έφερε στίχους να επιλέξω για μελοποίηση. Διάλεξα 15 τραγούδια και άρχισα αμέσως την διαδικασία μελοποίησης, η οποία εκείνη την περίοδο ήταν η εξής: έβαζα ένα ποίημα πάνω στο πιάνο και το βράδυ που γύριζα από το καθιερωμένο μου περπάτημα καθόμουν και το διάβαζα, έχοντας τα δάκτυλα στο πιάνο. Αν μου προέκυπτε κάτι, που μου άρεσε, το έπαιζα πολλές φορές,  να το «εμπεδώσω». Εν συνεχεία το κατέγραφα στο πεντάγραμμο και συχνά δεν χρειαζόταν κάτι άλλο. Τα 15 αυτά τραγούδια τα τελείωσα σε περίπου δυο μήνες. Κάναμε σχέδια να τα ηχογραφήσουμε μέσα στο 2012, όμως λόγω σημαντικών αλλαγών στην ζωή μας, κι εμένα και του Δημήτρη, από την οικονομική κρίση της εποχής, τα σχέδια αναβλήθηκαν για  «αργότερα». Από το 2014 ως το 2015 ηχογραφήσαμε 4 από τα 15 τραγούδια, «Το σημείωμα» με την Φωτεινή Βελεσιώτου, την «Τρίτη πράξη» με τον Διονύση Τσακνή και «Στο είχα πει» και «Η μεταγωγή ενός αγίου» με την Μπέτυ Χαρλαύτη και συμπεριλήφθηκαν σε βιβλία-CD και έναν πολυσυμμετοχικό δίσκο του Δημήτρη Λέντζου (σ.σ. «Ο γύρος του θριάμβου») Το 2015 μελοποίησα 3 ποιήματα του Δημήτρη Λέντζου από την Ποιητική Συλλογή «Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή» και αντικαταστήσαμε 3 από τα αρχικά 15 αρχικά τραγούδια που φάνηκαν να κινούνται σε λίγο διαφορετικό κλίμα, στιχουργικά και μουσικά. Κι έτσι καταλήξαμε στα 11 τραγούδια του νέου μας CD «Φωτοστέφανα σβησμένα».

Παντελής Θεοχαρίδης, Δημήτρης Λέντζος, Στάθης Γκότσσης.

– Αποτελεί  πικρό σχόλιο στην εποχή, κάποια τραγούδια ίσως και… να εκπέμπουν ολίγο  φως τελευταίο ή όλα είναι πηχτό σκοτάδι;

Όπως τα λες. Είμαι φύσει αισιόδοξο άτομο και πάντοτε προσπαθώ να βλέπω φως ακόμη κι εκεί που σε πρώτη ματιά όλα φαίνονται σκοτεινά.

 – Παραείσαι ολιγογράφος, ελάχιστο έργο μετά από τόσα χρόνια, γιατί έτσι;

Δεν θα περιέγραφα τον εαυτό μου ως ολιγογράφο, μάλλον ως συνθέτη με περιορισμένο αριθμό ηχογραφήσεων (30 τραγούδια συνολικά), γιατί άργησα να δημοσιοποιήσω τα έργα μου. Στο συρτάρι μου υπάρχουν και άλλα ολοκληρωμένα έργα που αναζητούν παραγωγό για ηχογράφηση γιατί εγώ πλέον δυσκολεύομαι να συμμετέχω οικονομικά στην παραγωγή. Το συνολικό μου έργο περιλαμβάνει πάνω από 100 τραγούδια, καθώς και λόγια έργα μουσικής δωματίου, δύο εκ των οποίων έχουν παιχτεί από επαγγελματικές ορχήστρες. Αλλά αναλογικά με την ηλικία μου μπορείς να με πεις και ολιγογράφο, και ο λόγος είναι νομίζω προφανής: Ποτέ δεν υπήρξα επαγγελματίας συνθέτης που βιοπορίζομαι από την μουσική μου. Είμαι full-time επιστήμονας και part-time συνθέτης.

 – Κάπου λες ότι μέχρι τα 25 σου έτη ήσουν διχασμένη προσωπικότητα μεταξύ μουσικής και επιστήμης. Από τότε ως τώρα γιατί δεν έβγαζες έργα σου, σε εποχή με ανθηρή  δισκογραφία; Τελικά έλυσες τον διχαστικό γρίφο;

Από τα 18 μου μέχρι τα 36 ζούσα στην Αμερική, όπου σπούδασα και έκανα Ακαδημαϊκή καριέρα. Εκείνη την περίοδο είχα μελοποιήσει Γιάννη Νεγρεπόντη και Έλλη Παππά και άλλους Έλληνες ποιητές, δεν αξιώθηκα όμως να ηχογραφήσω εκείνα τα έργα. Στα 36 μου επέστρεψα στην Ελλάδα και γεννήθηκαν τα παιδιά μου. Μεταξύ δουλειάς και της επιθυμίας μου να είμαι με τα παιδιά μου, όσο το δυνατόν περισσότερο, δεν είχα χρόνο για να «το κυνηγήσω» και να ηχογραφήσω τα έργα μου. Πάντως ποτέ δεν σταμάτησα να γράφω «κάτι» αργά το βράδυ όταν όλη η οικογένεια κοιμόταν. Τον διχαστικό γρίφο μεταξύ μουσικής και επιστήμης δεν τον έλυσα, τον έκοψα με το… σπαθί, όπως έχω ξαναπεί, στα 25 μου, δηλαδή είπα αυταρχικά του καλλιτέχνη εαυτού μου ότι η μουσική θα είναι χόμπι και ότι θα κάνω καριέρα ως επιστήμονας. Ο καλλιτέχνης εαυτός μου αποδέχτηκε την απόφαση αυτή με πικρία και απογοήτευση, αλλά και με ρεαλισμό. Δεν σου κρύβω όμως ότι μέχρι τα 25 η αγάπη μου για την μουσική ήταν κυρίαρχη. Όμως είχα το γνώθι σαυτόν, δηλαδή ότι άργησα πολύ για μουσικές σπουδές – μεγάλωσα σε ένα μικρό χωριό χωρίς Ωδεία και Δασκάλους μουσικής και μέχρι τα 18 μου ήμουν εντελώς αυτοδίδακτος στην μουσική θεωρία και την κλασσική κιθάρα. Στην πορεία έστρεψα την προσοχή μου στο πιάνο αλλά η κλασσική κιθάρα ήταν πάντα η μεγάλη αγάπη μου. Είχα μεγάλη πειθαρχία και μετά τα 18 αγόρασα τα κατάλληλα βιβλία και άρχισα την αυτομελέτη για να ολοκληρώσω τις γνώσεις μου στην μουσική (αρμονία, αντίστιξη, φούγκα και παραλλαγές, και βέβαια ενορχήστρωση που αγαπώ εξαιρετικά. Κάποια στιγμή μαθήτευσα ανεπίσημα σε έναν σπουδαίο Ιταλο-Αμερικάνο μουσικό, τον William Russo κοντά στον οποίο βελτίωσα τις γνώσεις μου στην ενορχήστρωση.

 – Με την μεστή ζωή δεν μπορεί να πει κανείς ότι δεν είχες εμπειρίες και  ερεθίσματα να γίνουν έργο. Μη μείνουμε στο παρελθόν. Θα συνεχίσεις να γράφεις ωραία τραγούδια; Ποτέ δεν είναι αργά για ένα δημιουργό αρκεί να έχει ταλέντο;

 Να υπενθυμίσω ότι ακόμη εργάζομαι, επομένως ο ελεύθερος χρόνος για καλλιτεχνική δημιουργία είναι περιορισμένος. Κάνω όμως «μεγαλεπήβολα» σχέδια, όταν σταματήσω να εργάζομαι ως επιστήμονας-ελπίζω σύντομα- και για όσο χρόνο είμαι υγιής και δημιουργικός θα αφοσιωθώ αποκλειστικά στην μουσική. Βεβαίως δεν θα περιορισθώ μόνο σε τραγουδοποιία αλλά και σε πιο λόγια μουσικά έργα. Κατ’ αρχάς έχω καβάντζα αρκετό μελωδικό υλικό από τα νιάτα μου έως και πρόσφατα, που με κατάλληλη επεξεργασία μπορεί να οδηγήσει σε αρκετά μουσικά έργα. Θα μου άρεσε επίσης να γράψω μουσική για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, αν βέβαια προκύψει ποτέ. Περιέργως δεν επιθυμώ να γράψω για το θέατρο, ίσως το φοβάμαι κιόλας.

 – Πώς αντιμετωπίζεις το ότι αυτοχρηματοδοτούμε τα έργα μας; Αλλά ότι εξαιρετικές δουλειές, όπως οι δικές σου, δεν προβάλλονται από τα Μ.Μ.Ε.; Σε αποθαρρύνει;

Στο πρώτο μου CD συνεισέφερα 6 μήνες από την ζωή μου για την ενορχήστρωση, την ηχογράφηση/διεύθυνση ορχήστρας και την μείξη μαζί με τον ηχολήπτη. Το οικονομικό κόστος το ανέλαβε όλο ο Δημήτρης Λέντζος και εννοείται ότι ποτέ δεν κατάφερε να βγάλει το κόστος της παραγωγής από τις πωλήσεις του CD. Το τελευταίο CD ήταν συμπαραγωγή από εμένα και τον Δημήτρη, εξ ημισείας. Και κάπου εδώ τελειώνουν οι οικονομικές μου δυνατότητες για αυτοχρηματοδότηση. Τι θα γίνει στο μέλλον; Επειδή «με τρώει» η τραγουδοποιία σκέπτομαι να κάνω σύντομα ένα CD με συνοδεία μόνο πιάνου, οπότε το κόστος θα είναι πολύ μικρότερο (και ο χρόνος ηχογράφησης και το κόστος της μεγάλης ορχήστρας). Αναγκαστικά λοιπόν το τραγούδι γυμνό! Η ισχνή προβολή του έργου μας από τα ΜΜΕ δεν με αποθαρρύνει, γιατί η δημιουργία είναι μεράκι αλλά και σαράκι και ικανοποιεί εσωτερική ανάγκη πάνω από οτιδήποτε άλλο. Θα κάνω τα αδύνατα δυνατά, κόντρα σε όλα αυτά να δημιουργήσω αλλά και να προσπαθήσω να προβάλλω το έργο μου.

 – Ο δημιουργός Στάθης Γκότσης και η μουσική παραγωγή σε πλαστική εποχή, σε κλίμα  ισοπέδωσης και σκουπιδιών. Τί θα έλεγες ιδίως προς νέους συνθέτες και τραγουδιστές;

Κατ’ αρχάς η επιθυμία της δημιουργίας δεν καταπιέζεται εύκολα από τις δυσκολίες επιβίωσης. Δημιουργούμε γιατί είναι εσωτερική ανάγκη να το κάνουμε. Δεν πρέπει, λοιπόν, οι ταλαντούχοι συνθέτες να πάψουν να δημιουργούν έργα. Αν έχουν τρόπο να βγάζουν τα προς το ζην από συμπληρωματική ενασχόληση, για παράδειγμα αν είναι σπουδαγμένοι μπορούν να διδάσκουν σε ωδεία, να έχουν ενδεχομένως μαθητές, κ.λπ., να μη σταματήσουν να δημιουργούν, και ας φαίνεται αδιέξοδο τώρα. Αλλιώς, οποιαδήποτε άλλη δουλειά για επιβίωση και στην συνέχεια δημιουργία.

– Ξέροντας την καλή σχέση με την τεχνολογία τί θα έλεγες για την επίδρασή της στην λαϊκή μουσική; Δεν νομίζεις ότι παράγονται πολλά  ψηφιακά σκουπίδια;

Η λαϊκή μουσική χρειάζεται λαϊκά ακούσματα. Αν μια ζωή άκουγες «μοντέρνα» μουσική και περιφρονούσες τα λαϊκά ακούσματα γίνεται ξαφνικά να γράψεις λαϊκή μουσική; Τεχνικά είναι εφικτό αλλά λείπει η λαϊκότητα που πρέπει να έχει εκκολαφτεί μέσα σου για πολύ χρόνο. Ένα καλό λαϊκό τραγούδι χρειάζεται καλό λαϊκό στίχο, δηλαδή να αφορά τον ακροατή, «ευγενική» μουσική χωρίς χυδαία στοιχεία, και βέβαια ευπρεπή ενορχήστρωση. Σε γενικές γραμμές πιστεύω ότι η τεχνολογία βοηθάει μόνο όταν την χρησιμοποιείς ως εργαλείο κι όχι ως κυρίαρχο στοιχείο της μουσικής δημιουργίας. Γνωρίζω ότι υπάρχουν πολλά προγράμματα στον υπολογιστή που μπορείς να βάλεις τα ακόρντα του τραγουδιού σου, να επιλέξεις τι στυλ θέλεις μεταξύ πολλών που διατίθενται και το πρόγραμμα να σου «ολοκληρώσει» το τραγούδι σου με επαγγελματικό τρόπο. Θα έχει όμως το στίγμα σου ως συνθέτη; Εννοείται πως όχι. Οπότε αν βασιστείς πολύ στην τεχνολογία, ναι θα παράγεις ψηφιακά σκουπίδια.

– Πού… βόσκει η λαϊκή μουσική σήμερα; Κάτι καλό υπάρχει ακόμα στο τραγούδι ή μήπως αυτή η άποψη είναι μια αυθαίρετη ελπίδα και παρηγοριά; Έχει μέλλον το λαϊκό  τραγούδι;

 Έχω ακούσει από όλα: Όμορφα λαϊκά τραγούδια, αλλά και τραγούδια, που όλο και κάτι σου θυμίζουν και δεν έχουν τίποτε πρωτότυπο, δηλαδή πρόκειται για ωραία μουσικά τσιτάτα με τα οποία κάνει κολλάζ ο συνθέτης (ο θεός να τον κάνει), και βέβαια χυδαιότητες. Θέλω να τονίσω όμως πως ακούω και πολύ καλά τραγούδια. Δεν νομίζω ότι η εποχή μας δεν παράγει «μεγάλα τραγούδια», απλά δεν προβάλλονται από τα Μ.Μ.Ε. και χάνονται ή επισκιάζονται από τα ψηφιακά σκουπίδια. Απλά την παλιά καλή εποχή (1960-1980) κυκλοφορούσαν 100 LP τον χρόνο, εκ των οποίων τα μισά ήσαν σπουδαία, τώρα κυκλοφορούν από 600-1000 CD, εκ των οποίων τα πενήντα είναι σπουδαία. Όμως τα υπόλοιπα 550-950 είναι ψηφιακά σκουπίδια. Άλλες αναλογίες…

– Γυρνάω στον δίσκο. Παντελής Θεοχαρίδης. Πάντα μου άρεσε η φωνή του. Πώς έγινε το… προξενιό;

Τον Παντελή Θεοχαρίδη γνώριζα από την ερμηνεία του στην «Μικρή Πατρίδα» και πριν λίγα χρόνια τον είδα στο σπίτι του Χρήστου Λεοντή και στις συναυλίες του συνθέτη. Σαφώς είχα εντυπωσιαστεί γιατί πρόκειται για ιδιαίτερα καλλίφωνο και αισθαντικό ερμηνευτή, δεν είχα σκεφτεί, όμως, να του ζητήσω να συμμετάσχει στα «Φωτοστέφανα σβησμένα». Θεωρούσα ότι ήταν εξαιρετικός «έντεχνος» τραγουδιστής. Το Καλοκαίρι του 2018 τον άκουσα σε συναυλία όπου μαζί με την Εβελίνα Αγγέλου -σύζυγο του Στέλιου Βαμβακάρη-τραγουδούσαν Μάρκο Βαμβακάρη. Εκεί συνειδητοποίησα ότι είναι και λαϊκός τραγουδιστής. Μιλήσαμε μετά την συναυλία και του πρότεινα να συμμετάσχει σε μερικά τραγούδια από τα «Φωτοστέφανα σβησμένα». Το συζήτησα με τον Δ. Λέντζο και συμφώνησε. Βρεθήκαμε στο σπίτι μου μαζί με τον Λέντζο, του έπαιξα στο πιάνο και του τραγούδησα 10 τραγούδια. Του άρεσαν όλα και με ρώτησε μήπως είχα και κάποιο πιο λαϊκό. Του είπα πως είχα ένα τσιφτετέλι-το μόνο, που έχω γράψει ποτέ-το άκουσε, του άρεσε και μου ζήτησε να το συμπεριλάβουμε κι αυτό. Έθεσε όμως έναν όρο: Να τα ερμηνεύσει όλα ο ίδιος. Συμφωνήσαμε και του έθεσα κι εγώ έναν όρο: Να δει κάθε τραγούδι σαν έναν διαφορετικό ρόλο και να αποφύγουμε την μανιέρα. Το αποδέχτηκε και μου ζήτησε στην ηχογράφηση να έχω ρόλο «σκηνοθέτη» που σκηνοθετώ τα 11 μονόπρακτα. Και όντως τίμησε τον λόγο του και έκανε ότι καλύτερο για κάθε τραγούδι. Ναι, είναι πολύ μεγάλος τραγουδιστής και ελπίζω να συνεχίσει να κάνει ακόμη μεγαλύτερη καριέρα. Του αξίζει. 

– Τα μελωδικά σχέδια σου…

Στα άμεσα σχέδια μου είναι η ηχογράφηση ενός CD με πιάνο φωνή – αρχικά – και αφού το ολοκληρώσουμε μπορεί να προσθέσω ένα δύο όργανα ακόμη, π.χ. ένα τσέλο όπου ταιριάζει, ακορντεόν ενδεχομένως και ίσως το μαγικό μαντολίνο της Βιβής Γκέκα. Όχι πάρα πάνω. Οι στίχοι ανήκουν στον Γιάννη Νεγρεπόντη (3 τραγούδια), στον Χρήστο Ζουλιάτη (5 τραγούδια), στον Πάνο Μπούσαλη (το άστεγο Ζεϊμπέκικο που έχει ήδη αναρτήσει στο you tube παίζοντας ο ίδιος κιθάρα) και 2 ή 3 ακόμη τραγούδια. Θα τα ερμηνεύσει όλα ο Πάνος Μπούσαλης, που είναι στην πιο ώριμη στιγμή του. Παραγωγή δική μου, εννοείται, πού να βρεις παραγωγό; Ναι από το υστέρημά μας, όπως είπες.