ατα[Κ[ατα… καινά του Αντρέα Μελά

ατα[Κ[ατα… καινά του Αντρέα Μελά

Αυτός ο περίεργος τύπος, που εκτός από την αποικία Γκραικυλία γυρνά στην Ευρώπη τραγουδώντας, γράφοντας, παίζοντας, δίνοντας παραστάσεις έχει να πει, λέει ήδη με διάφορους τρόπους ενδιαφέροντα πράγματα. Τον Αντρέα Μελά γνωρίσαμε στις δικές μας περιπλανήσεις, μάς προκάλεσε εντύπωση ο τρόπος του και θελήσαμε να σας τον συστήσουμε, είναι αλήθεια με εύλογη καθυστέρηση. Εν αρχή ην παράξενο βιβλίο του με τίτλο: ΑΤΑΚΑΤΑ, ποιήματα πολύγλωσσα. Συναντηθήκαμε 2-3 φορές, μάλιστα ήταν πολύ ωραία και πρωτότυπη η παρουσίαση του εν λόγω ποιητικού έργου στα Εξάρχεια. Διαθέτει ριζοσπαστικό ρομαντισμό, χαρούμενη αύρα, ίσως και πολιτική αφέλεια…- δεν έχει νόημα να παραθέσουμε όρους και επίθετα. Επειδή είναι κάτι διαφορετικό από τα έως τώρα, αποφασίσαμε χωρίς προλόγους να του δώσουμε τον λόγο, να συστηθεί αυτός στο κοινό. Και το συνοπτικό βιογραφικό, όπως το έγραψε, είναι… αλλού για αλλού! Όχι, δεν θα γράψουμε τίποτα άλλο εκτός από το ότι ανέκαθεν μάς αρέσουν οι τύποι, που ψάχνουν και ψάχνονται, που τρώγονται με τα ρούχα τους, που ξομπλιάζουν την ζωή και θέλουν να την εκφράζουν και να εκφράζονται αυθεντικά, κατά τις δικές τους πάντα προσεγγίσεις και γούστα.

Αντρέας Μελάς. Οργανοπαίχτης έγχορδων, τραγουδιστής, συνθέτης και στιχουργός, συνιδρυτής των σχημάτων: Ataxía (Ισπανία), Trítsa (Γαλλία), Lekes (Γαλλία). Έχει συνεργαστεί με τους Sex drugs & rebetiko (Γαλλία), Krav Boca (Γαλλία), Ortsa Orkestra (Ελλάδα), Cord Core (Γαλλία) και Royal Circus Ostrica (Ιταλία,) αλλά και εξαιρετικούς μουσικούς, ποιητές και γενικότερα καλλιτέχνες από διάφορες γωνιές του κόσμου. Έχει κάνει μουσική για τα ντοκιμαντέρ «Libertad de conciencia» (2009, Ισπανία-Ελλάδα) και «A la fin des nuits» (2021, Γαλλία). Αγαπάει την παραδοσιακή μουσική και πειραματίζεται με διάφορα στυλ, με όργανα, όπως μπουζούκι, τζουράς, μπαγλαμάς, κιθάρα και λαούτο. Συχνά αντλεί στίχους για τις συνθέσεις του από τις δυο ποιητικές του συλλογές «Άτακτα ποέματα» (2017) και «Ατακατα» (2024). Από το 2005 ασχολείται με την παράσταση ( performance) με διάφορους τρόπους, τελευταία ηχητική συμμετοχή στο «Barco lleno de historias» των Amana Mneme (Βαλένθια, Ισπανία).

Δισκογραφία

Με τους «Ataxía» έχουνε το «Musica del submón» (Βαλένθια, 2017) και «Ataxía» (Βαλένθια, 2021) και βρίσκονται σε χρονιά ηχογραφήσεων για ένα τρίτο άλμπουμ. Με το σχήμα Trítsa μόλις βγάλανε το ομώνυμο και πρώτο έργο τους. Συνεργάστηκε με τους Krav Boca και συμμετείχε στο άλμπουμ τους «Barrikade» (Τουλούζη, 2021) και με δικές του συνθέσεις. Συμμετείχε στον δίσκο «Yaleli» (Παρίσι, 2021) του σχήματος Zaman Ludi.

   

                   Με τζούρα (φωτογραφία Maria Robuste) και με λαούτο (φωτογραφία Remy Comment).

Η συνομιλία

 – Αρχικά νομίζω είναι ανάγκη να συστηθείς στο αναγνωστικό μας κοινό.

«Γεια χαρά, το όνομα μου Αντρέας και από όσο θυμάμαι τον εαυτό μου βουτάω στα βαθειά ψάχνοντας το νόημα της ζωής. Φλερτάρω και ασχολούμαι με διάφορα και ποικίλα πράγματα, που με ενδιαφέρουν, με τραβάνε και με γεμίζουν σαν άνθρωπο. Κάποια από αυτά είναι η μουσική και η συγγραφή. Σίγουρα το ταξίδι είναι το βασικό μου μικρόβιο από πολύ μικρός, οπότε προσπαθώ πάντα να καλύπτω αυτή την ανάγκη και δίψα. Κάτι που με εξιτάρει αντίστοιχα, είναι οι παρέες, το αντάμωμα, τα γλέντια, οι συναντήσεις. Τα λίγα λόγια και οι πράξεις.  Σημαντική τροφή για την ύπαρξη μου είναι η θάλασσα, αλλά και η φύση γενικότερα, μιας και έτσι έμαθα από όταν άνοιξα τα μάτια μου σε τούτο τον κόσμο. Γεννήθηκα στην Αθήνα αλλά σε πολύ μικρή ηλικία μετακόμισα στα Γιάννενα. Χωρίς να το καταλάβω εκείνη την στιγμή, αλλά συνειδητοποιώντας το ύστερα από λίγα χρόνια ωρίμανσης, ήταν λαμπρή κίνηση η αποφυγή μιας τεράστιας, χαοτικής και καταναλωτικής μεγαλούπολης για μια επαρχιακή, ήρεμη φοιτητούπολη, περιτριγυρισμένη από βουνά, ποτάμια, λίμνες και θάλασσα για να μεγαλώσει κανείς τα παιδιά του. Σίγουρα έπαιξε κύριο ρόλο στην επαφή μου με τη φύση και την αγάπη μου για αυτή. Και φυσικά εναντιώνομαι σε οποιαδήποτε τακτική εκμετάλλευσης και καταστροφής της. Και ο νοών νοείτω».

– Η μουσική σου ενασχόληση; Είσαι αυτοδίδακτος;

«Κάργα μουσικόφιλοι γονείς. Γιαγιά που τραγουδούσε παραδοσιακές μελωδίες πλάι στο τζάκι, από όπου έχουμε σπιτικές ηχογραφήσεις της σε κασετόφωνο. Κιθάρα στο σπίτι, έπαιζε κάποια περίοδο και η μητέρα μου. Μετά πήρα τη σκυτάλη εγώ σε μικρή ηλικία στο Ωδείο με εξαιρετική δασκάλα στην κλασική κιθάρα την Φωτεινή Κοτσιάφτη. Το μυαλό μου έτρεχε στα ρεμπέτικα, άκουγα και ηχογραφούσα τις εκπομπές του Πάνου Γεραμάνη, αλλά και σε ηλεκτρικό ήχο, ροκ κ.ά., οπότε μετά από καναδυό χρονάκια παράτησα τα κλασικά. Περάσαν χρόνια μουσικής απραγίας αλλά γεμίσματος, ακουσμάτων και τραγουδιού πάντα στις παρέες. Κάποια στιγμή, την πρώτη χρονιά στην Βαλένθια, ξανάπιασα κιθάρα μετά από παρότρυνση καλού φίλου μουσικού, ο οποίος μέλλει γενέσθαι δάσκαλος μου για μικρή περίοδο στην κιθάρα. Τα μάτια μου είχαν αποσβολωθεί στον τρόπο που τα δάχτυλα του χάιδευαν στην κιθάρα κάποιες μελωδίες φλαμένκο. Δίχως να φτάσω σε τέτοια επίπεδα, σίγουρα με ενέπνευσαν κι ακόμα με εντυπωσιάζουν αυτές οι χορευτικές κινήσεις των δαχτύλων, που παίζουν στην κιθάρα τις ανδαλουσιανές μελωδίες αλλά και ο τρόπος τραγουδίσματος. Η συνέχεια ήταν μονόδρομος κι έχουμε δρόμο ακόμα. Σε κάποιο από τα πήγαινε-έλα μου στην Ελλάδα πήρα μπαγλαμαδάκι, μετά τζουρά, τώρα πλέον μπουζούκι και λαούτο μεταξύ άλλων. Μια χρονιά μαθήτευσα στο ΚΕΣΑΜ στην Μυτιλήνη με δάσκαλο τον αγαπημένο Αλέκο Καφούνη, στους δρόμους του μεσοπολεμικού αστικού τραγουδιού. Επίσης, συμμετείχα μαθαίνοντας τρίχορδο από τον μοναδικό Μανώλη Πάππο στις, εξαιρετικής οργάνωσης, Μουσικές Αυλές στην Ικαρία. Στο χαρμάνι της δικής μου μαθητείας προστίθεται αυτό, που λέμε αυτοδίδακτος, που αντλεί τη δύναμη του από την αγάπη, το πάθος και το μεράκι για κάτι. Αλλά σε όλα αυτά το Α και το Ω είναι οι ατελείωτες ώρες που πέρασα και περνάω στις μουσικές παρέες, στα καφενεία, στα γλέντια, στα πανηγύρια κ.λπ.».

– Τί σημαίνει «Ατάκατα»; Έχει ουσία, υπαινιγμό ή είναι εντυπωσιοθηρικό χαβαλεδιάρικο κλισέ, να έχουμε να λέμε;

«“Ατaκατα” αποφάσισα να είναι ο τίτλος της δεύτερης ποιητικής συλλογής. Η πρώτη λέγεται “Άτακτα ποέματα”. Είναι κάπως φυσική της συνέχεια. Βέβαια, ο βασικός λόγος που ονομάστηκε έτσι είναι επειδή δε σημαίνει τίποτα σε καμία από τις τρεις γλώσσες (ελληνικά, καστεγιάνικα, γαλλικά) οπότε δε χρειάζεται μετάφραση. Πρέπει να αναφέρω ότι το παρών βιβλίο είναι τρίγλωσσο, με τα ποιήματα στις πρωτότυπες γλώσσες τους (ελληνικά και καστεγιάνικα) και εν συνεχεία μεταφρασμένα στις άλλες δύο. Ο τίτλος “Ατακατα”, στο εξώφυλλο και οπισθόφυλλο, αναγράφεται με ελληνικούς και λατινικούς χαρακτήρες επίτηδες για αυτό τον λόγο. Είναι εξίσου κατανοητός και ακαταλαβίστικος σε όλες τις γλώσσες. Επίσης,  λατρεύω τα λογοπαίγνια αλλά και τις συμμετρίες, οπότε ένας λόγος παραπάνω που κατέληξα σε μια καρκινική λέξη. Παραθέτω και μέρος του Αντί προλόγου ή Προ αντιλόγου του βιβλίου για να κατανοήσουμε και την υπόλοιπη τροπή που πήρε η απόφαση του τίτλου…

…είναι ένας καθρεφτισμός του μέσα και του έξω, αυτού που βλέπουμε και αυτού που είμαστε, εκεί που πάμε και από εκεί που ερχόμαστε. Είναι μια θεραπεία ζωής και ενδοσκόπησης, είναι το ίδιο το παρόν και εκ των πραγμάτων είναι ένας τρόπος αντιμετώπισης αυτού του σάπιου πολιτικού συστήματος, που μας περιβάλλει και προσπαθεί να μας βυθίσει στο αποχετευτικό του σύστημα μέσω πνιγμένων ναυαγίων, ματωμένων συνόρων, απανθρακωμένων σιδηροτροχιών, βιασμών, μιλιταρισμού και μπατσοκρατίας… Eίναι το αντάμωμα και η κοινωνικοποίηση, το γλέντι και η βροντερή φωνή… Ας αιωρηθούμε υποθαλασσίως. Ας βυθιστούμε στα ουράνια”»…

– Αναρχική απόχρωση ή υπόβαθρο πολιτικό στην ποίησή σου; Και η αλητεία, που αναφέρεις;

«Η ποίηση, όπως και κάθε τέχνη, είναι πάντα ελεύθερη. Όταν η τέχνη βρεθεί εγκλωβισμένη, φυλακισμένη, λογοκριμένη, τότε παύει να παίζει το ρόλο της και περνάει σε άλλο επίπεδο. Μιλάω για τη λαϊκή, αυθόρμητη τέχνη (ποίηση, μουσική, θέατρο, εικαστικά κ.λπ.), βγαλμένη από αλήθειες κι όχι παραμύθια. Για την τέχνη που είναι αφιλτράριστη, ντόμπρα, ευαίσθητη, σκοντάφτει και μαθαίνει από τα λάθη της, γεμίζει ζωή τους ανθρώπους που την δημιουργούν, γιατί την κάνουν με μεράκι, με πάθος, δίχως δεύτερη σκέψη, και που αντίστοιχα εμπνέει τους υπόλοιπους ανθρώπους, τους εκφράζει και γίνονται αυτομάτως το μεγάφωνο του ψιθύρου, η φωτιά της σπίθας. Αυτή την τέχνη δεν την κάνει ένας άνθρωπος αλλά μια γενιά, μια κοινωνική τάξη, κοινές δυσκολίες και διαχρονικοί προβληματισμοί. Στην περίπτωση μου κυρίως γράφω για αυτοθεραπεία, δίχως πολλές σκέψεις, ότι με τσιγκλάει και θέλει να βγει, το φτύνω στο χαρτί και το μοιράζομαι. Νιώθω ως ένα μέσο διάδοσης,  κανάλι που καταγράφει κάτι που εκφράζει, έστω και μικρό μέρος του κόσμου. Κι από λίγο-λίγο γίνεται πολύ-λέει το τραγούδι. Ξεκάθαρα εναντιώνομαι σε κάθε φασισμό και στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Και παρότι δεν τρελαίνομαι με τους –ισμούς και τις ταμπέλες, μπορούμε να πούμε ότι και μέσω των γραπτών μου (αλλά και των πράξεων) φαίνεται ξεκάθαρα με ποιον ευρύτερο πολιτικό χώρο ταυτίζομαι, σκέφτομαι, συζητώ, προβληματίζομαι, διαμορφώνω και διαμορφώνομαι και κυρίως συμπορευόμαστε, αλλά και παράλληλα σε ποιους χώρους σίγουρα δεν ανήκω».

                 Εικονογράφηση-έργο του Ian McCartor.

– Επιμένω στο τρίγλωσσο των ποιημάτων; Είσαι τελικά ταξιδευτής με την…

«Όπως ανέφερα, η δεύτερη ποιητική συλλογή είναι τρίγλωσση. Ο λόγος είναι απλός. Τριγυρνάω στην Ισπανία και Γαλλία τα τελευταία μπόλικα χρόνια, ως κάτοικος αλλά φυσικά και ως ταξιδευτής. Κινούμαι σε αυτό το μεσογειακό τρίγωνο, κοινωνικά, πολιτικά, πολιτιστικά, ταξιδιάρικα. Ένιωθα έντονη ανάγκη να κατανοούνται τα γραπτά μου από όλους τους κύκλους όπου βρίσκομαι και ζω. Γι’ αυτό και η τρίγλωσση έκδοση. Η πρωτότυπη γλώσσα των ποιημάτων είναι κυρίως η ελληνική καθώς είναι η μητρική μου, αλλά μετά από πολλά χρόνια διαμονής μου στην Ισπανία, ορισμένα γεννήθηκαν στα καστεγιάνικα. Το όνειρο μου θα ήταν να μεταφραστεί τουλάχιστον στα τούρκικα και τα αραβικά, ούτως ώστε να μπορεί να διαβαστεί σχεδόν από όλους τους παραθαλάσσιους Μεσογειακούς λαούς, που τόσα μας ενώνουν».

– Διάβασα λογοτεχνικές απόπειρες της μητέρας σου, υπάρχει οικογενειακή καλλιτεχνική παράδοση;

«Σε διάφορες και ποικίλες εκφράσεις θα έλεγα ότι υπάρχει μια καλλιτεχνική φλέβα. Συγγραφικά σίγουρα είναι η μητέρα μου πιο κοντά, μια πολυτάλαντη και δημιουργική γυναίκα, έχοντας αυτοεκδόσει πλέον τρία βιβλία: “Θα πάγω σ’ άλλη γη”, ο τίτλος του πρώτου, “Μπελουφλένια”, το δεύτερο και “Σε θιαμαίνομαι”, το τρίτο. Υπάρχει κι ένα τέταρτο, μόνο διαδικτυακά, με τίτλο «”Σε αναμονή”».

 – Τί εστί «Καμιονέτα»; Εκδόσεις με αυτοχρηματοδότηση; Υπάρχει πολιτική ουσία;

 «Αντί να απαντήσω εγώ, θα παραθέσω δυο λόγια με τα οποία παρουσιάζονται οι εκδόσεις Καμιονέτα από τα Γιάννενα, με τις οποίες συντροφεύω και έχω εκδώσει τα δυο βιβλία μου:

        Εικονογράφηση-έργο του Jorge Abuin.

Η ΚΑΜΙΟΝΕΤΑ 

είναι ένα κοινόχρηστο εργαλείο για να σηκώνει κάθε λογής φορτίο που προκύπτει από την ενασχόληση µας µε τον κοινωνικό και ταξικό ανταγωνισμό

συχνάζει σε καταλήψεις & στέκια

κατεβαίνει τα πρωϊνά στο δρόμο

γυροφέρνει τη νύχτα στα σοκάκια

προμηθεύεται έντυπα από τα Βιβλία Ανοµίας

στηρίζει το έργο του Κινηµατικού Αρχείου Ιωαννίνων

ερωτεύεται σε ερημικές παραλίες»… 

– Ποίηση ή μουσική; Στιχουργία ή ποίηση;

«Ποίηση, στιχουργία, μουσική. Αλληλένδετες τέχνες που πολλάκις πορεύονται μαζί. Για μένα προσωπικά, η μουσική μπήκε πρώτη στη ζωή μου, σε μικρή ηλικία αλλά σιγά σιγά εμφανίστηκε και η συγγραφή ποιημάτων. Χωρίς συγκεκριμένες προσδοκίες εκείνα τα χρόνια, βρέθηκα παρ’ όλα αυτά να γράφω πεταχτά ποιηματάκια. Έκτοτε συνέχισα να γράφω και να κρατώ σημειώσεις, κυρίως στα ταξίδια μου αλλά και όταν με τσιγκλούσε κάποιο γεγονός. Σε πιο ώριμη ηλικία, ήδη με κάποιες μουσικές γνώσεις αλλά και την πρώτη  ποιητική συλλογή φρέσκια, μετέτρεψα σε στίχους τραγουδιών κάποια ποιήματα. Όλα αυτά χωρίς καμία πίεση ή στόχο συγκεκριμένο. Με τα χρόνια, τα τραγούδια αυξάνονται, έχουν μελοποιηθεί ποιήματα, έχουν ηχογραφηθεί κομμάτια και μπορεί κάποιος να τα ακούσει ή ακόμα και να τα δει σε βίντεο. Πλέον αν με ρωτάς να διαλέξω ή να σκεφτώ πώς ξεκινάει αυτό το ταξίδι, απαντώ πως συνήθως δε διαλέγω να γίνει κάτι συγκεκριμένο αλλά το ακολουθώ και σερφάρω μαζί του. Παίρνει το δρόμο του και εγώ το χαϊδεύω για να ισορροπήσει και να συνεχίσει το ταξίδι του».

– Ως προς το ύφος, ελληνική λαϊκή μουσική στην σύγχρονη πορεία της ή ροκ και άλλα ξενογενή ακούσματα του καιρού μας;

«Σίγουρα λαϊκή, παραδοσιακή αλλά και ηλεκτρική ή ηλεκτρονική μουσική, πάντα κοιτώντας πέρα από τα αόρατα βαλτά πολιτικά σύνορα αλλά ενδυναμώνοντας την διαφορετικότητα, τις όποιες επιρροές και ότι μου τσιτώνει τις αισθήσεις. Η μουσική δε βλέπει σύνορα, γι’ αυτό πάμε παρέα. Όσο αναφορά την γλώσσα έκφρασης των τραγουδιστών, προφανώς ο καθείς θα χρησιμοποιήσει αυτή, που τον κάνει να εκφραστεί πιο εύκολα, συχνά η μητρική, εννοώντας την γλώσσα του τόπου, που γεννήθηκε, μεγάλωσε και πέρασε μεγάλα διαστήματα της ζωής του. Ακούσματα κι επιρροές μου από διάφορες λαϊκές και παραδοσιακές μουσικές της ευρύτερης βαλκανικής, μεσογειακής και ανατολίτικης περιοχής αλλά βεβαίως και το ροκ, μπλουζ, μέταλ, φάντο, φλαμένκο, τάγκο, σάμπα, ραπ, χιπ-χοπ, τζαζ, ηλεκτρονική μουσική και η λίστα είναι μεγάλη. Πάντα μακριά από ό,τι εμπορικό και κακόγουστο. Ανέκαθεν οι μουσικές ταξιδεύανε, αναμειγνύονταν και καταρρίπτανε τα τεχνητά σύνορα, έτσι και σήμερα υπάρχει αυτή η έξαρση και το ταξίδι συνεχίζεται»…

 – Γυρνώντας στην Ευρώπη ποια η απήχηση της ελληνικής μουσικής στα ξένα και ποιας ακριβώς μουσικής, ιδιαίτερα στην νεολαία των χωρών, που βρίσκεσαι;

«Επανέρχομαι στο ότι η μουσική δεν βλέπει σύνορα και έχουμε την απάντηση. Όπως διάφορες μουσικές ακούγονται εντός των συνόρων του ελλαδικού χώρου, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο ακούγονται σε άλλους τόπους. Τα ρεμπέτικα πιο συγκεκριμένα αλλά και οι παραδοσιακές μουσικές των περιοχών της Ελλάδας ακούγονται ζεστά από το κοινό πέρα των συνόρων της. Σίγουρα ο στίχος και η γλώσσα είναι κάτι που φρενάρει το μεράκλωμα του κόσμου αλλά όσο περισσότερο ακούγεται τόσο περισσότερο κατανοείται και μπαίνει στο πετσί του κάθε ακροατή. Από εκεί και πέρα είναι και στο προσωπικό ενδιαφέρον του καθενός αν θέλει να εντρυφήσει και να βουτήξει με όρεξη σε κάποιο συγκεκριμένο είδος. Για παράδειγμα, θα πω πως είναι δύσκολο στο μη ελληνόφωνο κοινό να ξεχωρίσει το ρεμπέτικο από οποιαδήποτε άλλη παραδοσιακή μουσική από την Ελλάδα. Το ρεμπέτικο έχει γίνει αρχικά πιο γνωστό. Σχεδόν πάντα στις συναυλίες μας, θα δώσουμε κάποιες εξηγήσεις όσο αναφορά τα όργανα, που παίζουμε, αλλά και τις μουσικές ,που παρουσιάζουμε. Χρειάζεται χρόνος, ακούσματα και προσωπικό ενδιαφέρον. Όσο αναφορά τις ηλικίες, θα έλεγα πως είναι ανάμεικτες. Ο κόσμος ενδιαφέρεται  γενικά για οτιδήποτε καινούργιο, φρέσκο, εξωτικό, απ’ αλλού. Αρέσκεται στο να ακούει ιστορίες και να τις πλάθει στο μυαλό του ταξιδεύοντας μαζί με τις μουσικές, που ακούει. Να ονειρεύεται και να σεργιανάει σε , που δεν έχει ξαναπατήσει άνθρωπος ή τουλάχιστον, που έχει ξαναπατήσει το πόδι του ο ίδιος».

 – Με δυο λόγια οι απόψεις σου για την ελληνική ποίηση και μουσική σήμερα.

                                   Φωτογραφία Joaquín O’Ryan.

«Ο ελλαδικός χώρος βρίσκεται σε αναβρασμό, αλλά και μπόλικες περιοχές του κόσμου ολάκερου. Η πληροφορία τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα από τα πιο απρόσιτα μέρη έως τις πιο απομακρυσμένες γωνιές του πλανήτη. Μαθαίνουμε τα γεγονότα σχεδόν πριν καν συμβούν. Εκ των πραγμάτων υπάρχει μια πολιτική αναμπουμπούλα, υπάρχει μπόλικη ανισότητα σε διάφορους τομείς, το παραμύθι συνεχίζεται με τον ίδιο ρυθμό αλλά αναλογικά σε μεγαλύτερο βαθμό καθ’ όλη την ιστορία της ανθρωπότητας. Φυσιολογικό και επόμενο είναι να αντιδράει ο κόσμος, να βγαίνει στους δρόμους, να αυτοοργανώνεται, να συντροφεύει, να ερωτεύεται, να γράφει, να τραγουδάει, να χορεύει, να παίζει μουσική και να γλεντάει και να αναζητά τη φύση, παρόλο που το μεγαλύτερο ποσοστό της ανθρωπότητας φοβάται να αφήσει πίσω τα μεγάλα αστικά κέντρα. Έχοντας όλα αυτά συνειδητοποιημένα, η ποίηση, η μουσική αλλά και κάθε είδους τέχνη ακμάζει, βρίσκεται στα ντουζένια της. Πηγάζει κυρίως αληθινά και μέσα από βιώματα, επομένως είναι ατόφια, είναι πρωτόλεια, αναμιγνύεται και δημιουργεί φρέσκα χαρμάνια, ακόμα αχώνευτα. Η ποίηση και η μουσική, όπως και όλη η σειρά τεχνών, είναι αντίστοιχα του νερού και του έρωτα. Βασικές ανάγκες για ζωή».

 – Τα σχέδια σου.

«Να κάνω ότι μπορώ για να εξαφανιστεί η ανισότητα από προσώπου γης και να είναι όλοι οι άνθρωποι ελεύθεροι. Να χαμογελάω στη ζωή και πάμε μπροστά».