Η ΜΑΡΙΑ ΣΙΚΙΤΑΝΟ και ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ συμπράττουν σε πρωτότυπο, άκρως ενδιαφέρον όσο και βαθύ αφιέρωμα για τον παγκόσμιο δραματουργό ΕΡΡΙΚΟ ΙΨΕΝ, για το οποίο είμαστε πολύ περήφανοι και χαρούμενοι, που το φιλοξενούμε. Αφορμή είναι η εξαιρετική όσο και πολύτιμη συλλογική εργασία, που μαζί με τον ΧΡΗΣΤΟ ΚΕΦΑΛΗ δημιούργησαν και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις ΤΟΠΟΣ. Τίτλος: «Η Αριστερά και ο Ίψεν». Εκτός από τα εισαγωγικά τους δοκίμια οι τρεις συγγραφείς ανθολογούν κείμενα μεγάλων διανοητών του Μαρξισμού για τον Ίψεν: Γκράμσι, Ένγκελς, Κάουτσκι, Λου Σουν, Λούκατς, Λουνατσάρσκι, Μέρινγκ, Μπλοκ, Πλεχάνοφ, Στανισλάφσκι, Μπέρναρντ Σω, Τρότσκι και Κλάρα Τσέτκιν. Για το ίδιο θέμα φιλοξενείται σπουδαία συνέντευξη με τον ηθοποιό ΣΤΕΦΑΝΟ ΛΗΝΑΙΟ. Τί να πει κανείς για τον Μεγάλο Ερρίκο Ίψεν! Εμείς απολαύσαμε αληθινά αυτήν την υπέροχη δουλειά και με την ευκαιρία ξαναδιαβάσαμε 2-3 εμβληματικά του έργα, το «Κουκλόσπιτο» («Νόρα»), τους «Βρικόλακες» και «Ένας εχθρός του λαού». Τί άλλο καλύτερο να κάνει μια μελέτη, ένα βιβλίο, ένα έργο τέχνης από το να ανάψει φωτιές απόλαυσης και προβληματισμού! Για αυτό και σας το συστήνουμε και για την δική σας μέθεξη. Και όχι μόνο. Διαβάστε, εντρυφήστε στο αφιέρωμα στον Ίψεν, που ακολουθεί. Περιέχει σημαντικές προσεγγίσεις και διαχρονικές αναφορές για τον παγκόσμιο δραματουργό με τον «φακό» τωρινών αναγκών και αναζητήσεων.
«ΔΙΚΙΟ ΕΧΕΙ ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΣΥΜΜΑΧΕΙ ΜΕ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ»
Συνομιλία με τον Οδυσσέα Διαμάντη
Εκ των συντελεστών του βιβλίου ο Οδυσσέας Διαμάντης, Αναπληρωτής Ψυχολόγος (M.Sc.) στην Δημόσια Εκπαίδευση, Σύμβουλος Επαγγελματικού Προσανατολισμού και εκπαιδευόμενος ψυχοθεραπευτής στο Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας «Κώστας Στεφανής», συγγραφέας σειράς άρθρων σε θέματα ψυχολογίας, τέχνης και ιστορίας μιλάει όχι μόνο για το συλλογικό έργο «Η Αριστερά και ο Ίψεν» αλλά και γενικότερα για την καλλιτεχνική και κοινωνική παρέμβαση του μεγάλου δραματουργού, όπως και για την σημερινή του επικαιρότητα:
– Πώς προέκυψε αυτή η εργασία και γιατί;
Το βιβλίο «Η Αριστερά και ο Ίψεν» προέκυψε ως ιδέα πριν από λίγα χρόνια. Ο Ερρίκος Ίψεν είναι μία κορυφαία μορφή του παγκόσμιου θεάτρου, ο δεύτερος πιο πολυπαιγμένος θεατρικός συγγραφέας μετά τον Σαίξπηρ. Συνεπώς, οποιαδήποτε εργασία ή ανάλυση σχετική με το έργο του παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους φίλους του θεάτρου και της τέχνης εν γένει. Οι συντελεστές του εγχειρήματος, η Μαρία Σικιτάνο, ο Χρήστος Κεφαλής και εγώ, είχαμε ήδη μια επαφή μέσω της συνεργασίας κυρίως με τις εκδόσεις Τόπος, από τις οποίες είχε κυκλοφορήσει το 2021 η εξαιρετική μελέτη της Μαρίας για τον μεγάλο θεατρικό σκηνοθέτη Μέγερχολντ. Η συγκυρία και η κοινή αγάπη για το θέατρο και ειδικότερα για το έργο του μεγάλου δραματουργού, οδήγησαν στο συγκεκριμένο συλλογικό τόμο. Αποτελεί μία δουλειά καμωμένη με πολύ μεράκι και ζήλο εκ μέρους όλων μας. Βέβαια, πέραν των δικών μας συνεισφορών, ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να (επανα)συστηθεί με μεγάλες μορφές της πολιτικής και του πνεύματος, μαρξιστές και προοδευτικούς λογοτέχνες, τα δοκίμια των οποίων για τον Ίψεν αποτελούν το κύριο μέρος της συλλογής.
– Γιατί η Αριστερά και ο Ίψεν; Τί ιδιαίτερο σηματοδοτεί για την Αριστερά; Οι άλλοι, οι Αστοί;
Δεν είναι περίεργη η απορία σας. Σίγουρα, δεν είναι μόνο οι αριστεροί, που θα βρουν νοήματα στο έργο του μεγάλου δραματουργού. Όμως, για την Αριστερά, το έργο του Ίψεν είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθότι είχε μία ειλικρινή ματιά στα κακώς κείμενα της εποχής του ανερχόμενου καπιταλισμού και, αφετέρου, μία βαθύτατα ειλικρινή και εναγώνια υπαρξιακή αναζήτηση. Στη Νορβηγία της εποχής του Ίψεν δημιουργήθηκε μικροαστική τάξη που είχε ανοιχτούς ορίζοντες και ερχόταν σε ρήξη με το κλειστό πνεύμα και την επαρχιακή νοοτροπία της έως τότε αγροτικής νορβηγικής κοινωνίας. Ωστόσο, η καθυστερημένη αλλά ισχυρή άνοδος του Καπιταλισμού, έφερε πολλά από τα μέλη της στο δίλημμα: να συντονιστούν και να ταυτιστούν με τη νέα τάξη πραγμάτων που γεννιόταν ή να έρθουν σε ρήξη μαζί της. Ο Ίψεν, ένας μικροαστός από οικογένεια με αριστοκρατικές ρίζες, ανέδειξε τις αντιθέσεις της εποχής του, σχεδόν σε όλες τις περιόδους του έργου του, άλλοτε μέσω αλληγοριών, άλλοτε με ρεαλιστικό ξεγύμνωμα των κοινωνικών συγκρούσεων και αργότερα με μία βαθιά τραγικότητα, αναδείκνυε την αποξένωση και τον εκχυδαϊσμό που φέρνει το κυνήγι του κέρδους και της εξουσίας. Βέβαια, ανέπτυξε τη θεώρησή του σε μίαν εποχή όπου η σαφής εναλλακτική, ο Σοσιαλισμός και το οργανωμένο εργατικό κίνημα είτε δεν υπήρχαν ή μόλις ξεκινούσαν να εμφανίζονται στη χώρα καταγωγής του. Εξ ου και η ισχυρά κριτική στάση έναντι της κοινωνίας στην οποία μεγάλωσε δεν συνοδεύτηκε από τη σαφή έκφραση ενός εναλλακτικού δρόμου.
Ο Ίψεν είχε αντικρουόμενες τάσεις και αναφορές. Ενώ κατακεραύνωνε με τρόπο εμβληματικό την τότε στενή και κλειστή νορβηγική κοινωνία, παράλληλα είχε μία ροπή προς έναν αναχωρητικό ατομικισμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αντίφασης, την οποία τόνισε ο Γκεόργκι Πλεχάνοφ, είναι το πολύ αντιπροσωπευτικό έργο του «Ένας Εχθρός του Λαού». Στο έργο, ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Δρ. Τόμας Στόκμαν, έρχεται στη δυσάρεστη διαπίστωση πως τα νερά των λουτρών της πόλης του, στα οποία βασίζεται η τοπική κοινωνία για να ευημερεί, είναι τοξικά. Προσπαθεί να ευαισθητοποιήσει στο πρόβλημα τους συμπολίτες του, όμως βρίσκει απέναντί του τον δήμαρχο της πόλης αδελφό του, τον Τύπο και την κοινή γνώμη που προτιμούν τη βολή τους έναντι της αλήθειας. Ο Στόκμαν είναι ένας θαρραλέος αγωνιστής, που θυσιάζει την θέση και τις απολαβές του για χάρη της αλήθειας. Ταυτόχρονα, η μοναχικότητά του τον κάνει πολέμιο της κοιμισμένης μάζας, για την οποία διακηρύσσει ότι δεν αξίζει και πολλά και ότι συνεπώς το καλό μπορεί να έρθει μόνο από τα εκλεκτά άτομα. Αυτό, με διάφορες παραλλαγές, είναι το πνεύμα και άλλων έργων του Ίψεν, όπως ο «Μπραντ» και ο «Πέερ Γκιντ».
Δεδομένου ότι παρόμοιες οξείες συγκρούσεις και συμφέροντα διαπερνούν τη σύγχρονη κοινωνία, είναι σαφές ότι η τοποθέτηση απέναντι στα ζητήματα που θέτει ο Ίψεν δεν είναι ένα φιλολογικό ζήτημα. Οι μαρξιστές και οι προοδευτικοί σχολιαστές τονίζουν τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό του. Οι συντηρητικοί αποφαίνονται ότι πρόκειται μόνο για ένα περίβλημα πίσω από το οποίο προβάλλει το άτομο. Ποιος έχει δίκιο; Την απάντηση μας τη δίνει μια ρήση του ίδιου του Ίψεν, ότι δίκιο έχει εκείνος που συμμαχεί με το μέλλον. Είναι μια δήλωση που σαφώς δεν συνάδει με τις συντηρητικές ερμηνείες. Για να παραθέσω και τις σχετικές κρίσεις του Στέφανου Ληναίου, ενός ηθοποιού που κόσμησε το ελληνικό θέατρο, από την πολύ τιμητική συνέντευξή του που περιέχεται στη συλλογή: «Ένας γνήσιος, παθιασμένος Ιδεολόγος ήταν ο Ίψεν. Μαχητής στο πλευρό της Αλήθειας. Ήταν ένας επαναστάτης χωρίς δογματικές παρωπίδες. Θα μπορούσαμε να πούμε, μάλιστα, ότι ήταν ένας εκφραστής ενός σοσιαλιστικού συστήματος χωρίς να έχει μια στενή δέσμευση σε κάποιο σοσιαλιστικό κίνημα». Να προσθέσω ότι οι μαρξιστές κριτικοί συχνά έχουν σταθεί σε αστούς ή μικροαστούς στοχαστές και καλλιτέχνες. Διότι, το αληθινά προοδευτικό και ριζοσπαστικό είναι να αναγνωρίζει κανείς τις αρετές και τη δύναμη που κρύβουν μέσα τους έργα τέχνης και σκέψεις ανθρώπων που ενσκήπτουν με ευαισθησία απέναντι σε κρίσιμα, κομβικά ερωτήματα για την ανθρωπότητα.
– Γιατί έχει σημασία η γνώμη του Πλεχάνοφ, του Λούκατς, του Τρότσκι για τον σύγχρονο σκηνοθέτη, τον ηθοποιό, τον θεατή της «Νόρας»;
Όπως αναφέραμε, οι μαρξιστές στοχαστές και πολιτικοί εμπνεύστηκαν από τον Ίψεν. Το παράδειγμα της «Νόρας», όπως συνηθίζεται να αποκαλείται το «Κουκλόσπιτο», είναι πολύ ταιριαστό, τολμώ να πω εξαιρετικά επίκαιρο. Για αρχή επισημαίνω πως το έργο είναι βαθιά φεμινιστικό. Ο Ίψεν, παρότι δεν δήλωνε ποτέ φεμινιστής, κατάφερε να αποτυπώσει την κοινωνική, ψυχολογική διάσταση της υποτέλειας του γυναικείου φύλου σε ρόλους «κουκλίστικους». Ο Τόρβαλντ, καταξιωμένος τραπεζίτης, δεν θα είχε ζήσει, αν η Νόρα δεν είχε λάβει μυστικό δάνειο διά πλαστογραφίας, με τη συνεργασία του υφισταμένου του συζύγου της, του Κρόγκσταντ. Η αχάριστη οργή και η ταπείνωση, που υφίσταται για τον κίνδυνο και την αυτοθυσία της αποτελούν τη σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι και ξυπνούν τη Νόρα από τον βαθύ της λήθαργο, μετατρέποντάς την από παθητική κούκλα σε γυναίκα συνειδητοποιημένη με ισχυρά ηθικά κριτήρια.
Οι μεγάλοι μαρξιστές κριτικοί έκαναν εμβριθείς αναλύσεις για τα έργα του Ίψεν. Ενδεικτικά, για να περιοριστώ στους προαναφερόμενους, ο Γκεόργκι Πλεχάνοφ μάς έχει δώσει μία ανατομία της ιδεολογικής τοποθέτησης του Ίψεν, φωτίζοντας την αντίφαση μεταξύ των υψηλών ιδανικών του και των περιορισμών της κοινωνικής του τάξης, τους οποίους απογύμνωσε ανελέητα αλλά χωρίς να μπορεί να τους υπερβεί. Ακόμη, τονίζει την αδυναμία του Ίψεν να διακρίνει τη διαφορά χαρακτήρα των συγκρούσεων σε επιστημονικά ζητήματα από τα ζητήματα κοινωνικής πρακτικής. Το σκέλος αυτό της κριτικής του Πλεχάνοφ υιοθετεί και ο μπολσεβίκος ηγέτης Λεόν Τρότσκι, ο οποίος παινεύει τον ρεαλισμό του δραματουργού και τα ραπίσματά του στην αστική υποκρισία.
Ο Γκεόργκι Λούκατς αναδεικνύει την προσπάθεια του Ίψεν να αποφύγει την αντίφαση μεταξύ ρεαλιστικής απεικόνισης των κοινωνικών αντιθέσεων και της ελλιπούς προοπτικής του, στρεφόμενος στον συμβολισμό στα μετέπειτα ψυχολογικά έργα του. Όπως αναφέρει, οι χαρακτήρες του Ίψεν παρουσιάζουν εσωτερικές σχάσεις και αποξένωση από μέλη και ομάδες του κοινωνικού τους περιγύρου, αντίστοιχα με μεγαλοαστούς στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Ωστόσο η κοινωνική κριτική του Ίψεν διατηρεί ανοικτή την προοπτική μιας καλύτερης ζωής, μακριά από την εξύμνηση της παρακμής, όπως έκαναν διάφοροι απολογητές του καπιταλισμού. Στις απόψεις που εκφράζουν οι Τρότσκι και Λούκατς, αν και δεν είναι τόσο αναλυτικές όσο η κριτική του Πλεχάνοφ, διαφαίνεται μία προσπάθεια επαναπροσέγγισης του έργου με όρους διαλεκτικούς, με επίγνωση της πολυσημίας και του διττού χαρακτήρα των αρετών και περιορισμών της ιψενικής δραματουργίας. Αυτό το τελευταίο ισχύει και για άλλους μαρξιστές, όπως ο Λουνατσάρσκι, ο Γκράμσι και η Τσέτκιν.
Ένας σύγχρονος θεατρικός συγγραφέας, με ευαισθητοποίηση για τα φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα της εποχής μας, μπορεί μέσα από τη μελέτη των ιψενικών έργων να αντλήσει ιδέες σχετικά με το πώς οι άνθρωποι στον καπιταλισμό έρχονται αντιμέτωποι με εξωτερικές πιέσεις και εσωτερικά αδιέξοδα. Τα έργα του Ίψεν είναι πλούσια σε σκηνοθετικές και άλλες οδηγίες, ενώ διαθέτουν πολύ δυνατούς αλλά καθόλου πομπώδεις διαλόγους, ασκώντας έτσι μεγάλη γοητεία στους ηθοποιούς που θα κληθούν να ερμηνεύσουν χαρακτήρες των ιψενικών έργων. Παράλληλα, για έναν θεατή των ιψενικών δραμάτων, το να γνωρίζει τί είπαν μεγάλοι αριστεροί στοχαστές αλλά και άνθρωποι των τεχνών, όπως ο Κονσταντίν Στανισλάφσκι, ο Αλεξάντερ Μπλοκ και ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σω, ανοίγει νέους ορίζοντες στην πρόσληψη του έργου του μεγάλου Νορβηγού.
– Η επικαιρότητα του Ίψεν για όλους όσοι αυνανίζονται χαϊδεύοντας νυχθημερόν την οθόνη. Θεωρείτε ότι τους αγγίζει καθόλου;
Ο Ίψεν δεν απέχει πολύ χρονικά από εμάς, όχι όσο θα θέλαμε να πιστεύουμε. Ο τρόπος που προσεγγίζει τη διαφθορά της εξουσίας, τον καθωσπρεπισμό και την υποκρισία των κρατούντων αλλά και την παθητικότητα των λαϊκών μαζών, κουμπώνει με έναν τρόπο φοβερό με την παθητικότητα που επιδεικνύει στο σήμερα μεγάλο μέρος του κοινωνικού σώματος στην Ελλάδα και διεθνώς απέναντι στη διαφθορά της πολιτικής και οικονομικής ελίτ. Ως ψυχολόγος, μπορώ να επιβεβαιώσω πως ο τρόπος χρήσης των νέων τεχνολογιών σήμερα σίγουρα δεν έχει σχέση με οποιαδήποτε άνοδο του πολιτιστικού επιπέδου, τη διεύρυνση των οριζόντων μας προς νέες κατευθύνσεις. Παιδιά, έφηβοι αλλά και νεότεροι και μεγαλύτεροι πλέον ενήλικες συχνά επιδεικνύουν μία εικόνα που παραπέμπει σε εθισμό, καθώς οι ειδοποιήσεις από μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα παιχνίδια λειτουργούν ως πυροδότες ντοπαμίνης στον εγκέφαλό μας. Βέβαια, υπάρχουν και θετικές συνέπειες: οι πληροφορίες, τις οποίες για να συλλέξουμε κάποτε χρειαζόταν μια κοπιώδης εργασία μέσα σε βιβλιοθήκες, πλέον είναι προσβάσιμες σε όποιον έχει λίγη όρεξη και ερευνητική επιθυμία από το σπίτι του. Αυτό παρότι το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ελέγχονται σχεδόν απόλυτα από μεγάλους επιχειρηματικούς κολοσσούς και μονοπώλια.
Για τον κόσμο που πλέον γεννιέται και ζει μέσα από οθόνες, ο Ίψεν έχει να πει πολλά. Οι παραστάσεις του, μπορούν να γίνουν αφορμή για αναστοχασμό των καθημερινών μας βιωμάτων. Όταν ο Ίψεν καταγγέλλει την εξουσία ή αναδεικνύει τη μοναξιά και την αποξένωση που βιώνουν οι άνθρωποι στις σχέσεις τους, συζητάει μαζί μας. Σκεφτείτε την Έντα Γκάμπλερ, την γυναίκα της απαράμιλλης σαγήνης και ανατροφής, που πέφτει θύμα της ίδιας της μηχανορραφίας της. Πόσοι άνθρωποι γύρω μας, και εμείς οι ίδιοι πολλές φορές, μη μπορώντας να έρθουμε σε ρήξη με την εξουσία, γινόμαστε κυνικοί απέναντι στους άλλους και φτάνουμε σε σημείο, άλλοτε ασυναίσθητα, άλλοτε συνειδητά, να φερόμαστε σαν επηρμένοι εγωιστές; Πόσοι άνθρωποι γύρω μας, υποτίθεται ευυπόληπτοι και ηθικοί, τρώνε τις σάρκες τους; Πόσοι, όπως στο «Ένας Εχθρός του Λαού», κοιτούν το άμεσο, ιδιοτελές συμφέρον τους και τελικά διαλύουν το μέλλον το δικό τους και της ευρύτερης κοινωνίας; Το φάντασμα του Ίψεν είναι εδώ και μας στοιχειώνει.
– Επιμένω… φορτικά: Γιατί να δω «Βρικόλακες», όταν γράφω από το πρωί ίσαμε το βράδυ ηλίθιες μιξοβάρβαρες ατάκες στα Μέσα; Τί προσφέρουν ο Σαίξπηρ, ο Ίψεν και όλοι οι κλασικοί;
Πολύ όμορφη ερώτηση! Πράγματι, η φαινομενική ευκολία έκφρασης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μας έχει φέρει σε μία κατάσταση, στην οποία όλοι οι χρήστες των πλατφορμών ψάχνουν επιβεβαίωση, ενώ παράλληλα δέχονται έναν ανελέητο βομβαρδισμό από τις διαφημίσεις και ένα κάρο αμάσητες και ακατέργαστες πληροφορίες οι οποίες δημιουργούν δεκάδες τεχνητές και εφήμερες ανάγκες. Σαν να πηγαίνει κάποιος στην έρημο, όπου το νερό είναι πολύτιμο και ένας παμπόνηρος διαφημιστής να του προσφέρει παστές σαρδέλες δωρεάν, λέγοντας με νόημα πως, επειδή είναι γενναιόδωρος, θα του προσφέρει και ένα μπουκαλάκι νερό, για το καλό. Και, μόλις ξεκινήσει κανείς, η δίψα σταματάει δύσκολα. Το κλασικό δραματολόγιο έγινε κλασικό επειδή καταφέρνει και συνομιλεί με καταστάσεις του σήμερα, πάνω σε διαχρονικές προβληματικές. Ο Σαίξπηρ, ο Ίψεν και άλλοι μεγάλοι δραματουργοί, όπως ο Στρίντμπεργκ, ο ΌσκαρΟυάιλντ, ο Τένεσι Ουίλιαμς, ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σω, ο Χένρυ Μίλερ, και τόσοι άλλοι διαμόρφωσαν πλοκές στα έργα τους και χαρακτήρες, που έχουν παρόμοια προβλήματα με εμάς, είτε ζουν στην Αγγλία του 17ου αιώνα είτε σε κάποια νορβηγική κωμόπολη του 19ου αιώνα.
Ο Ίψεν προσφέρει αφορμές προβληματισμού για όλα μας τα σημερινά ζητήματα στο κοινωνικό και διαπροσωπικό πεδίο του ανθρώπινου βίου. Ειδικά οι «Βρικόλακες», έργο με ψυχαναλυτικές προεκτάσεις, δείχνουν πόσο κάποια ψέματα μπορούν να στοιχειώσουν τις ζωές των ανθρώπων και να τους καταστήσουν ζωντανούς-νεκρούς. Οι άγριες ορμές, η διαχείριση των ψυχικών τραυμάτων, ο αγώνας για το χτίσιμο μιας ζωής με προσωπικό νόημα και τα χτυπήματα υπέρτερων, καταστροφικών δυνάμεων του παρελθόντος είναι όλα τους μέρος τη σάρκας και του ψυχισμού μας. Η κυρία Άλβινγκ στο έργο, θέλοντας να γαλουχήσει τον γιο της Όσβαλντ διαφορετικά από τον ηθικά αχαλίνωτο πατέρα του, του αποκρύπτει ζωτικά μυστικά, τα οποία κάποια στιγμή αποκαλύπτονται και τον οδηγούν στο να καταρρεύσει η υγεία του και να χάσει τα λογικά του. Η τραγική ειρωνεία της ζωής, το ψυχολογικό άλγος και η ανάγκη μίας ζωής μεστής νοήματος αποτελούν πανανθρώπινες εμπειρίες. Το ότι αποκτούν μια διαφορετική μορφή στην εποχή μας δεν σημαίνει διόλου ότι αλλάζει το περιεχόμενό τους τόσο που να καθιστά τις παλιότερες μορφές τους μη αναφορικές. Γι’ αυτό άλλωστε οι μεγάλοι δημιουργοί, ακόμη και του πολύ μακρινού παρελθόντος –ας θυμηθούμε εδώ την Αντιγόνη του Σοφοκλή– συνεχίζουν να μας συγκινούν.
– Στον καλπασμό της αχαλίνωτης τεχνολογίας, το θέατρο μετά από 30-40 χρόνια και το κλασικό ρεπερτόριο…
Θα έλεγα πως σε 30-40 χρόνια δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πώς θα είναι τα πράγματα και δη η σχέση του μέσου ανθρώπου με το θέατρο. Από τη μία, οι μεγάλες πλατφόρμες της βιομηχανίας θεάματος παράγουν σκόπιμα εύπεπτο, απλουστευτικό και εμπορικό υλικό, διανθισμένο με τις ιδέες των κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων. Πιθανόν και στις παραστάσεις στις οποίες θα είναι εκπαιδευμένος ο μέσος θεατής να παρακολουθεί, να επικρατεί παρόμοιο μοτίβο. Όμως, αυτά είναι υποθέσεις, και μάλιστα οι πιο απαισιόδοξες. Οι προοδευτικοί διανοούμενοι και καλλιτέχνες οφείλουν να μην αφήσουν το πεδίο των νέων τεχνολογιών βορά στα νύχια της βιομηχανίας του θεάματος. Θεωρώ εύλογο πως ακόμη και αν δεν ξέρουμε το μέλλον, μπορούμε ενωμένοι και με αλληλεγγύη να συνδιαμορφώσουμε το παρόν με τρόπο ωφέλιμο και ανθρώπινο.
– «Ανέβασμα» Ίψεν. Χρειάζεται να τηρείται ευλαβικά το κείμενο του δημιουργού, πόσο διασκευάζεται ή όλα ανοικτά στον εμπορικό κανιβαλισμό;
Θα μου επιτρέψετε να επανέλθω στη συνεισφορά του Στέφανου Ληναίου. Σε αυτήν, περιγράφει γλαφυρά, με ζέση και βαθιά συγκίνηση, την εμπειρία του από το ανέβασμα του «Εχθρού του Λαού», στο Θέατρο Άλφα, το 2013, καθώς και τη μεγάλη του εκτίμηση για τον Νορβηγό δραματουργό. Η κριτική του είναι καταπέλτης απέναντι στην πρακτική νέων σκηνοθετών (φέρνει σαν παράδειγμα τον Οστερμάγιερ) να διασκευάζουν τα κλασικά έργα και να παραλλάσσουν το νόημά τους, σε σημείο να καθίστανται είτε αγνώριστα είτε εντελώς αλλοπρόσαλλα, με ερμηνείες ξεκομμένες από κάθε ειρμό. Παρομοίως, θα πω πως είναι θεμιτό να γίνονται αναπροσαρμογές στα μεγάλα έργα, ούτως ώστε να γίνονται καταληπτά και άμεσα στο θεατή, αρκεί, βέβαια, το όραμα να είναι σαφές και να γίνονται σεβαστές οι βασικές ιδέες και η λογική που δίνουν συνοχή και νόημα στο έργο. Διαφορετικά, θα συνηγορήσω με τον σεβαστό κ. Ληναίο, είμαστε καταδικασμένοι να χάσουμε πολύτιμο χρόνο από τη ζωή μας. Έχω, πάντως, την αίσθηση πως υπάρχει, ευτυχώς, ένας σεβαστός αριθμός ανθρώπων στο χώρο του θεάτρου που διαθέτει την απαραίτητα ευαισθησία και υπευθυνότητα απέναντι στους θησαυρούς που μας έχουν αφήσει οι μεγάλοι, όπως ο Ερρίκος Ίψεν.
******************************************
Ο «ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ» ΙΨΕΝ: ΕΝΑΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΑΣ
Γράφει η ΜΑΡΙΑ ΣΙΚΙΤΑΝΟ
Ο συλλογικός τόμος «Η Αριστερά και ο Ίψεν», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Τόπος, περιλαμβάνει δοκίμια σημαντικών θεωρητικών της αριστεράς για τον Ίψεν, όπως ο Ένγκελς, ο Πλεχάνοφ, ο Τρότσκι και ο Γκράμσι. Το βιβλίο αυτό αποτελεί αφορμή για τον αναγνώστη τόσο για να έρθει σε επαφή με τις ποικίλες οπτικές της αριστερής διανόησης πάνω στο έργο του Νορβηγού δραματουργού, όσο και για να στοχαστεί πάνω στην επικαιρότητα και την επικαιροποίηση του έργου του Ίψεν σήμερα. Πολυγραφότατος και πολυανεβασμένος, ο Ίψεν θεωρείται μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση στην ιστορία του σύγχρονου θεάτρου. Παρότι έχει κατηγοριοποιηθεί ως «ρεαλιστής» από τη σύγχρονη κριτική και έχει συνδεθεί σε μεγάλο βαθμό με τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της εποχής του, τα πολυάριθμα ανεβάσματα έργων του σε όλο τον κόσμο, από τις αρχές του 20ού αιώνα έως σήμερα, μαρτυρούν την αναγκαιότητα της δραματουργίας του, η οποία υπερβαίνει χωρικά και χρονικά σύνορα. Τι είναι αυτό, λοιπόν, που συνδέει σύγχρονους καλλιτέχνες και κοινό με τα έργα του Ίψεν; Η εποχή που γράφει ο Ίψεν είναι μεταβατική. Η έλευση του νέου αιώνα συνοδεύτηκε από μεγάλες κοινωνικοπολιτικές αλλαγές, όπως η σταθερή άνοδος της αστικής τάξης, η ραγδαία εξέλιξη του καπιταλισμού και της βιομηχανοποίησης, αλλά και η σταδιακή μετατροπή τη Νορβηγίας από υπανάπτυκτο σε εξελιγμένο κράτος. Το έργο του Ίψεν καταγράφει κι αντιδρά στις ραγδαίες αυτές μεταβολές. Η κορύφωση της συγγραφικής δημιουργίας του συμπίπτει με την άνθιση σπουδαίων παραδόσεων της αριστερής διανόησης (όπως αυτή των Μαρξ και Ένγκελς), με αποτέλεσμα οι πιο επιφανείς θεωρητικοί της να ασχοληθούν εκτενώς με τα κείμενά του.
Παρά τις ουσιαστικές διαφοροποιήσεις των αναλύσεων του τόμου «Η Αριστερά και ο Ίψεν», ως προς το μαρξιστικό πνεύμα των έργων του, σημείο τομής των κριτικών κειμένων αποτελεί η ομόφωνη θέση των συγγραφέων περί της ενασχόλησης του Ίψεν με σημαντικά πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Συγκεκριμένα, πολλά από τα ιψενικά έργα καταπιάνονται με φλέγοντα θέματα της εποχής, με σύγχρονα, καθημερινά προβλήματα, όπως η απληστία, η διαρκώς αυξανόμενη καπιταλιστική δύναμη και η διαφθορά που αυτή γεννά, η πολιτική αποσύνθεση, η κοινωνική θέση της γυναίκας κ.α. Παρά την αιχμηρή κριτική για την έλλειψη σαφούς ιδεολογικής τοποθέτησης και στόχων ικανών να υποδείξουν συγκεκριμένους τρόπους επίλυσης των υπό εξέταση κοινωνικών ζητημάτων, οι μαρξιστές διανοητές δεν μπορούν παρά να συμφωνήσουν σε μια πολύ συγκεκριμένη διάσταση της ιψενικής δραματουργίας –την πολιτική. Ο Ίψεν μετατρέπει τη σκηνή σε δημόσιο χώρο στοχασμού και συζήτησης. Ο θεατής καλείται να σκεφτεί κριτικά και να ενεργοποιηθεί ως πολίτης ικανός να αμφισβητεί και να επαναξιολογεί τους όρους της ζωής του.
Η πολιτική διάσταση της ιψενικής δραματουργίας είναι εκείνη, που καθιστά το έργο του Νορβηγού δραματουργού επίκαιρο έως τις μέρες μας. Σήμερα, σε μια εποχή που ορίζεται από ένα ανθρωπολογικό αδιέξοδο ως συνισταμένη πολλαπλών κρίσεων (πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής, περιβαλλοντικής, υγειονομικής κ.ά.), δεν μπορούμε παρά να εντοπίσουμε αντιστοιχίες με την εποχή που έγραψε ο Ίψεν, οι οποίες εκφράζονται μέσα από αυτό που ο Αλέν Μπαντιούαποκαλεί «αποπροσανατολισμό»[i]. Στις Παρατηρήσεις για τον Αποπροσανατολισμό του Κόσμου, με αφορμή την πρόσφατη πανδημία, ο Μπαντιού διαπιστώνει «μια γενική αταξία, μια θόλωση των συνειδήσεων και μια γενικευμένη αβεβαιότητα για το άμεσο ή μακρινό μέλλον»[ii] που πηγάζει από την απουσία σταθερών αλήθειας. Το έργο του Ε. Ίψενκαταγράφει την κίνηση μιας εποχής∙ συγκεκριμένα, την έκπτωση των ανθρώπινων αξιών αλλά και την αποσταθεροποίηση της έως τότε γνωστής τάξης πραγμάτων που επέφερε η εκβιομηχάνιση και η εδραίωση του καπιταλιστικού συστήματος. Αντίστοιχα, σήμερα, η έλλειψη των «μεγάλων αφηγήσεων», η αποδόμηση αυτού που αποκαλείται «δημοκρατία», η επέλαση του ρεύματος του μεταμοντερνισμού που προάγει την κουλτούρα της ακραίας εμπορευματοποίησης και της κενότητας, η εξαφάνιση των ανθρώπινων ποιοτήτων, κάθε μορφής του σχετίζεσθαι, αλλά και της συλλογικότητας με την έννοια της κοινότητας, έχει οδηγήσει σε ένα καθεστώς σύγχυσης και αποδιοργάνωσης.
Οι παραπάνω αντιστοιχίες εξηγούν τη μεγάλη διάδοση της ιψενικής δραματουργίας σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, ακόμα και στις μέρες μας. Η σύγχρονη θεωρία, αναγνωρίζοντας τους «πληθυντικούς» από τους οποίους είναι φτιαγμένο το κάθε κείμενο, την «ανοικτότητα της σημαινότητάς του», όπως τονίζει ο Μπαρτ[iii], επισημαίνει ότι κάθε έργο εμπεριέχει εν δυνάμει άπειρα άλλα κείμενα (διασκευές). Ανάλογα με την πρόθεση/οπτική του κάθε διασκευαστή/σκηνοθέτη και τις πτυχές ενός έργου που επιλέγει να αναδείξει, κάθε διασκευή είναι ανοιχτή σε άπειρα ανεβάσματα. Αυτό γίνεται φανερό σε περιπτώσεις πολυανεβασμένων δραματουργών, όπως ο Ίψεν, όταν, σε κάθε νέα θεατρική σεζόν, πλήθος παραστάσεων έργων του Ίψεν επιχειρούν να απαντήσουν όχι μόνο στο «τί» αλλά και στο «πώς» του κάθε έργου: όχι μόνο στην υπόθεση, στο ποια είναι τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα, αλλά και στους τρόπους με τους οποίους μπορεί να παρουσιαστεί η πλοκή του έργου[iv] και να επανατοποθετηθεί εντός ενός νέου ιστορικο-κοινωνικού πλαισίου.
Ωστόσο, ενώ οι προσεγγίσεις στο κάθε έργο παραμένουν εν δυνάμει άπειρες, μπορούμε να παρατηρήσουμε δύο διαμετρικά αντίθετες τάσεις στο χειρισμό των ιψενικών έργων από τους σύγχρονους σκηνοθέτες. Η πρώτη έχει να κάνει με την παρουσίαση ενός επιπέδου της υπόθεσης των έργων, στις οποίες αναπαράγονται φωτογραφικά οι κοινωνικές συμβάσεις και τα ήθη και έθιμα της νορβηγικής κοινωνίας στα τέλη του 19ου αιώνα. Η δεύτερη αφορά αυτό που ονομάζουμε «διασκευή» και σχετίζεται με τη συνειδητή διαδικασία μετατροπής της δομής ή των λειτουργιών ενός αρχικού κειμένου[v], προκειμένου να ενταχθεί σε ένα καινούργιο κοινωνικό και χρονικό πλαίσιο. Αυτή η «ανακατασκευή» του προϋπάρχοντος έργου, άμεσα συνδεδεμένη με τη διαδικασία πρόσληψης, έχει απασχολήσει τις τελευταίες δεκαετίες το χώρο των θεατρικών σπουδών καταλαμβάνοντας ξεχωριστό πεδίο έρευνας και μελέτης–τη λεγόμενη «Θεωρία Διασκευής» (Adaptation Theory).
Στο παραπάνω πλαίσιο, έχει επιστρατευθεί πλήθος εννοιών (όπως μεταφορά, προσαρμογή, μετα-μόρφωση, μεταγραφή, επανεγγραφή, μετάφραση, επανανάγνωση, σύντμηση, απλοποίηση κ.ά.), σε μια προσπάθεια να σημανθεί η μετατροπή του κειμένου ανάλογα με την κατεύθυνση (από ποιο προς ποιο σημειωτικό σύστημα), την αυτονομία (βαθμό ομοιότητας στο «μητρικό μοντέλο») και το είδος της μεταφοράς (από ποιο σε ποιο λογοτεχνικό είδος). Όπως εύστοχα σημειώνει ο Σάββας Πατσαλίδης, «δεν υπάρχει υποχρεωτική σχέση ποιότητας/αξίας ανάμεσα στο πρωτότυπο και την όποια μεταλλαγή του»[vi]. Είναι σημαντικό όμως να σταθεί κανείς στη διαφορά που επισημαίνει ο Ουμπέρτο Έκο μεταξύ χρήσης και ερμηνείας ενός κειμένου[vii].
Η ερμηνεία αφορά το διάλογο μεταξύ κειμένου και αναγνώστη, όπου ο δεύτερος καλείται να απαντήσει σε ερωτήματα που το ίδιο το κείμενο θέτει. Πρόκειται δηλαδή για μια στρατηγική που υπακούει σε όρους και όρια. Αντίθετα, η χρήση του κειμένου αφορά τη διαδικασία κατά την οποία ο αναγνώστης απαντά σε ερωτήματα που δεν τίθενται από το ίδιο το κείμενο, ανακατασκευάζοντας μια πραγματικότητα που δεν έχει σχέση με το ίδιο το έργο. Η χρήση ενός κειμένου ενεργοποιεί τη μεταμοντέρνα συνθήκη «όλα ισχύουν», μια συνθήκη που διαρρηγνύει την οργανική σχέση κειμένου-διασκευής. Αυτό δεν μοιάζει καταρχήν προβληματικό, αφού αντανακλά το γενικότερο πνεύμα του μεταμοντερνισμού–την απελευθέρωση από τα όρια, τις νόρμες και τη δομή της γλώσσας, αλλά και την υπέρβαση της στερεοποιημένης ταυτότητας και των σχέσεων της με τις ρίζες της. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, θέτει έναν ευρύτερο προβληματισμό της σύγχρονης έκφρασης του ρεύματος: τη σχετικοποίηση. Ο άκρατος υποκειμενισμός του μεταμοντέρνου απορρίπτει όχι μόνο την ιδέα μιας ενιαίας πραγματικότητας, αλλά και την αιτιακή σχέση των γεγονότων και των κοινωνικo-πολιτικών δυναμικών τους. Η χρήση ενός κειμένου συνιστά την αποκοπή του από το παρελθόν που το δημιούργησε, τη ρήξη του με την ιστορικότητα. Όταν όμως ο διασκευαστής ερμηνεύει ένα κείμενο, στην πραγματικότητα συνομιλεί με την ιστορία του και τις δυναμικές της ίδιας της πηγής του. Πολλαπλασιάζει τα νοήματά του ακολουθώντας μια διαδρομή ερμηνευτικών ενδείξεων: το χρησιμοποιεί ως «χάρτη», ως μέσο μελέτης της φυσιολογίας του, ως διαδρομή εξόρυξης των βασικών δομικών συστατικών του πυρήνα του.
Επιστρέφοντας στην περίπτωση του Ίψεν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η εσωτερική του ύφανση αφορά σε μεγάλο βαθμό την πολιτική διάσταση που ανέδειξαν οι αριστεροί διανοητές στα κείμενά τους: τη βίαιη ανατομία της αστικής τάξης και την αποτύπωση της σύγκρουσης ανάμεσα στο ριζοσπαστισμό και τον κομφορμισμό, ανάμεσα στα ηρωικά ιδανικά και τη ρευστή πραγματικότητα. Μια πολιτική διάσταση που, όταν αναδεικνύεται, μπορεί να επικοινωνήσει βαθιά με τους οντολογικούς προβληματισμούς που αφορούν την κοινωνία της εποχής. Παράλληλα, αυτός ο πολιτικός προβληματισμός μπορεί να λειτουργήσει ως αφορμή για τη βαθιά μελέτη του ανθρώπινου υλικού και της ανθρώπινης κατάστασης και φύσης, που συνδυάζει το ονειρικό με το εφιαλτικό και το θεϊκό με το τερατώδες. Με αυτό τον τρόπο, ο «πολιτικός» Ίψεν μπορεί να λειτουργήσει ως πολύτιμο εργαλείο αναστοχασμού, κριτικής και κοινωνικής αλλαγής.
Σημειώσεις
[i] Alain Badiou, Παρατηρήσεις για τον Αποπροσανατολισμό του Κόσμου, μτφ. Σάββας Μιχαήλ, Αθήνα: (Άγρα, 2022).
[ii] Ό.π., 18-19.
[iii] Ρολάν Μπάρτ, Κειμενική Ανάλυση ενός Διηγήματος του Πόου, μτφ. Βασίλης Πατσογιάννης. Αθήνα: (Πλέθρον, 2020), 9.
[iv] Ο Μπορίς Άιχενμπαουμ στο δοκίμιό του «Η Θεωρία της Φορμαλιστικής Μεθόδου» διαχωρίζει την έννοια της υπόθεσης από την πλοκή ενός κειμένου, τονίζοντας την εξής διαφορά: η πλοκή αφορά την αρχιτεκτονική της δομής του κειμένου, την εσωτερική του οργάνωση η οποία θεμελιώνει οντολογικά το περιεχόμενο. Αντίθετα, η υπόθεση είναι η περιγραφή των εξωτερικών γεγονότων που λαμβάνουν χώρα και αποτελεί απλώς την αφορμή, την πρώτη ύλη δόμησης και σχηματισμού της πλοκής.
Boris Eichenbaum, «The Theory of Formal Method», Russian Formalist Criticism: Four Essays, μτφ. Lee T. Lemon και Marion J. Reis, (Lincoln and London: University of Nebraska Press, 1965), 121-122.
[v] Εδώ ο όρος «διασκευή» χρησιμοποιείται με την έννοια της συνειδητής διαδικασίας μετατροπής της δομής ή των λειτουργιών ενός αρχικού κειμένου, αναγνωρίζοντας ωστόσο ότι με μια έννοια κάθε ερμηνεία συνιστά μια μορφή «επανεγγραφής» κάθε κειμένου.
[vi] Σάββας Πατσαλίδης, «Σκέψεις Γύρω από τη Διασκευή Κλασικών Έργων», Θεατρικές Παρεμβάσεις, Θεσσαλονίκη: (UniversityStudio Press, 2013), 143-166.
[vii] Umberto Eco, Lector in Fabula: la cooperazione interpretativa nei testi narrativi, Milano: (Bompiani, 2015), 59-60.