ΓΙΑΝΝΗΣ ΗΤΤΟΣ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΗΤΤΟΣ

Σαν νερό φεύγει ο καιρός! Πότε πέρασαν κιόλας πάνω από μια ντουζίνα χρόνια από τότε,

που κάναμε παρέα με τον τραγουδιστή Γιάννη Ήττο. Ήταν και ο αείμνηστος Στέλιος Δούσης,  

πρεσβευτής του ρεμπέτικου στην Ευρώπη, μαζί με τ’ άλλα αδέλφια του. Στο βιβλίο του Ηλία

Βολιώτη-Καπετανάκη “Μουσικό Σεργιάνι. Άλλα 22 ρεμπέτικα πορτρέτα” (Μετρονόμος, 2014),

δημοσιεύονται συνεντεύξεις-βιογραφίες του Γιάννη και του Στέλιου Δούση.  Μιλήσαμε

με τον Γιάννη Ήττο και θυμηθήκαμε τις παλιές ωραίες μέρες, για ν’ ακριβολογούμε νύχτες.

Από το εν λόγω βιβλίο παραθέτουμε την συνέντευξη-βιογραφία του:  

 

Μεταξύ των κορυφαίων κάθε κοινωνικής δραστηριότητας, ανέκαθεν κινούνται οι «δεύτεροι». Σημαντικές προσωπικότητες, αλλά οι περιστάσεις δεν τους «σπρώχνουν» στο ύψιστο δώμα της δημιουργίας και της φήμης. Δεν τολμούν να κυνηγούν, ν’ αδράχνουν την τύχη τους. Ακμάζουν και σε καιρούς με σαρωτικές παρουσίες, ζουν στην σκιά τους. Δίχως υπερβολή, οι παρ’ ολίγον πρώτοι πιστοποιούν με τον τρόπο τους την δυναμική της εποχής τους. Απτή επιβεβαίωση του μεγαλείου των ελάχιστων «Μεγαλέξανδρων» στην τέχνη ή  άλλους τομείς. Χαρακτηριστική περίπτωση ο τραγουδιστής της δυτικότροπης πίστας Γιάννης Ήττος. Το «ρεμπέτικο» κλείνει τον παραγωγικό κύκλο, η δισκογραφία και η νύχτα μαστίζονται ανηλεώς από την ινδοπρεπή υποκουλτούρα αλλά το λαϊκό τραγούδι κάνει την επόμενη έφοδο στις ψυχές μας με την λεγόμενη έντεχνη μορφή. Από το ξεκίνημα έως σήμερα, ο Γιάννης Ήττος με συνέπεια ακολουθεί τον δρόμο των αξιοπρεπών επανεκτελέσεων γνωστών λαϊκών επιτυχιών, το δυνατό του, όμως, σημείο είναι η κανταδόρικη παρέα, ατμόσφαιρα Πλακιώτικης ταβέρνας. Η συνομιλία μας προσθέτει νέες ψηφίδες στο μωσαϊκό της «μεταρεμπέτικης» εποχής:

               

«Γεννήθηκα στην Θεσσαλονίκη, 2 Σεπτεμβρίου 1942. Είχα µεράκι. Μικρός έπαιρνα την σκούπα κι έκανα σα να παίζω κιθάρα. Τον έφαγα τον πατέρα µου: Θα µε πάρεις την κιθάρα! Πήρα την κιθάρα και οι φίλοι, που ήξεραν, µ’ έδειχναν. Γρατζουνούσαµε από τις πρώτες τάξεις του Γυµνασίου, όπως µπορούσαµε. Στην γειτονιά, στο Ντεπό, ζούσε κι ο Αγάπιος Χατζηνάσιος. Ήξερα ότι διδάσκει κιθάρα, πήγα κι έγινα µαθητής του. Μ’ αγαπήσαν οικογενειακώς. Ακόμα και σήμερα µμιλάω µε την γυναίκα του, την µάνα του Γιώργου Χατζηνάσιου, µένει κάπου Πατησίων, µάλλον στην Ηπείρου. Μου µάθαινε πώς ν’ ανοίγω το στόµα, αναπνοές, τεχνικές τραγουδιού, κιθάρα. Ο Αγάπιος µε γνώρισε µε την µουσική».

– Πότε παίξατε επαγγελματικά για πρώτη φορά;

«Προχωρούσα γρήγορα. Τα ’παιρνα εύκολα τα «γράµµατα». Παίζαµε µε άλλους φίλους από δω και από κει. Σκεφθήκαμε να πάµε στον Ραδιοφωνικό Σταθμό Θεσσαλονίκης. Μια µέρα περάσαµε το κατώφλι του για ακρόαση. Γνωρίστηκα µ’ ένα ντουέτο, ο Νακούλης µε την Κατερίνα. Με παίρνανε στα διαφημιστικά προγράµµατα στον σταθμό και τραγουδούσα. Πήγα και τον Αγάπιο Χατζηνάσιο µερικές φορές, µε συνόδευε στο πιάνο. Κατόπιν αρχίσαμε προγράµµατα µε τον Άλκη Στέα. Μετά µε πήρε ο Μανώλης Χιώτης».

Χειµώνας του 1959, τις µέρες της Διεθνούς Έκθεσης της Θεσσαλονίκης, ο Βασίλης Τσιτσάνης, η Σεβαστή Παπαδοπούλου (Σεβάς Χανούµ) και ο Γιάννης Ήττος παίζουν µε άλλους µουσικούς, σε φοιτητικό χορό.

– Ποια εποχή έγινε αυτό;

«Μάλλον το 1958, πιτσιρικάς ήμουν. Ο πατριός µου ήταν μετρ στα µαγαζιά, ανέβαζε προγράµµατα από την Αθήνα στην Θεσσαλονίκη. Τότε δούλευε στο “Φάληρο”, που είχε τον Μανώλη Χιώτη και την Ζωή Νάχη. Απέναντι από το σινεμά “Πατέ”. Δίπλα, σε άλλο µαγαζί  ο Πρόδροµος Τσαουσάκης. Γνωρίστηκε ο πατριός µου µε τον Χιώτη, του µίλησε και µε πήρε. Μ’ έκανε κάτι προβίτσες, µ’ έδειξε δικά του τραγούδια. Μ’ αγαπούσε. Ναι, το 1958, κιθάρα ο Γιώργος Κοζαδίνος, τους άλλους τους ξέχασα, ήταν στα πρώτα µου βήματα».

– Ο Χιώτης τί «καπνό φούµερνε»;

«Α, ήταν ωραίος ο Χιώτης! Με έδειχνε. Έτσι Γιάννη, αλλιώς Γιάννη, είχα πάρει τα πρώτα βήματα, αλλά ο Χιώτης µε έκανε επαγγελματία. Ήταν αρχοντικός. Τότε ήταν µε την Ζωή Νάχη, όχι µε την Μαίρη Λίντα. Με την Νάχη ήταν καθιστός στο πάλκο, αργότερα έκανε σώου µε την Λίντα»

– Πόσο καιρό παίξατε µε τον Χιώτη;

«Λίγο καιρό. Εκεί στο “Φάληρο” µάλωσε ο Χιώτης µε την Ζωή Νάχη και κατέβηκε Αθήνα, µ’ ένα µικρό αυτοκινητάκι, µ’ ένα φιατάκι θυμάμαι. Ξαναπαίξαμε µετά στην Αθήνα, στην «Σπηλιά του Παρασκευά», στο «Μουσείο» και»…

– Να τα πάρουμε ένα-ένα. Εσείς µένετε στην Θεσσαλονίκη;

«Εγώ ήµουνα στην Θεσσαλονίκη. Πήγα στον Τσιτσάνη. Είχε έρθει κι έπαιζε σ’ ένα µαγαζί “Καλαµάκι”, “Καλαµίτσα”, θα σε γελάσω. Πώς πήγα; Επειδή η γυναίκα του και η µάνα µου ήταν φιλενάδες, µεγαλώσανε στου Χαριλάου, στα Ματζιράδικα, από κοπελίτσες πηγαίνανε στο ίδιο σχολείο. Μου λέει η µάνα µου η κυρία Αθανασία: Θα πας να βρεις τον Τσιτσάνη, θα του πεις η µάνα µου, είναι φίλες µε την Ζωή, την γυναίκα σου.Πήγα 18 χρονών. Έπαιζα µε τον Χιώτη-είπα. Μόλις ακούει, σώπα ρε, πώς λέγεσαι; Του εξήγησα. Τί τραγούδια ξέρεις; Είπα καναδυό. Ύστερα µου ’δωσε να πω το «Εφουντάρησε η βαρκούλα στην ακρογιαλιά» και άλλα, πιο εύθυμα, γιατί εγώ ζεϊμπέκικο δεν σκάµπαζα. Με είχε µαζί του και µε υποστήριζε, δούλεψα µια σεζόν».

– Ο Τσιτσάνης, τότε, δεν ήταν στα µεγαλεία του, είχε αρχίσει η παρακµή του.

«Ε, για µεροκάµατο δούλευε κι αυτός, αλλά δεν έπαυε να είναι ο µεγάλος Τσιτσάνης. Είχε κόσµο, ήταν πάντα γεμάτο το µαγαζί. Μ’ έβγαζε νωρίς, γιατί ήμουν µικρός και δεν µπορούσα να ξενυχτάω. Θα τραγουδάς και θα φεύγεις στις 12 η ώρα ακριβώς-µου έλεγε. Εκτός αν έχουμε χορό, τότε θα έρχεσαι µαζί µου για να σε υποστηρίζω, να βγάζεις χαρτζιλίκι. Καλούσαν τον Τσιτσάνη να παίξει σε χορούς και δεξιώσεις και µ’ έπαιρνε. Έπαιζα κιθάρα. Έφυγε ο Τσιτσάνης στην Αθήνα, µου είπε, αν θελήσεις να κατέβεις στην Αθήνα να έρθεις και να µε βρεις. Δεν τόλμησα, όμως».

Ο Χιώτης και ο Μαρούδας

Με τις κιθάρες, από αριστερά: Γιάννης Καλατζής, Τώνης Μαρούδας, Γιάννης Ήττος στο θέατρο «Ακροπόλ» (1964).

Πότε ήρθατε Αθήνα;

«Μετά από κανένα χρόνο. Η µάνα και ο πατριός µου ήρθαν πρώτα, πιάσανε δουλειά στο µαγαζί του Χιώτη, έπαιζε στο Έδεµ, στην “Μυρτιά”, τον είχε μετρ, πολύ καλός στην δουλειά του. Ήρθα κι εγώ στην Αθήνα. Να θυμηθώ πού πρωτόπαιξα. Πήγα σε ταβέρνες στο Χαλάνδρι. Μια µέρα έρχεται ο πατριός στο µαγαζί, δεν θα δουλεύεις εδώ, θα σε πάω εγώ-µου είπε. Και µε πήγε στην “Σπηλιά του Παρασκευά”».

– Στον Πειραιά, στην Καστέλα.

«Ναι, η “Σπηλιά” ήταν µέσα σε ένα βράχο, στην Καστέλα, απέναντι από το ξενοδοχείο “Κάβο Ντόρο”. Μαζευότανε όλος ο καλός κόσµος. Το καλύτερο µαγαζί της Αθήνας. Ο Μανώλης Χιώτης µε την Μαίρη Λίντα, ο Σταύρος Παρούσης κι εγώ. Δούλεψα στα τελειώματα της «Σπηλιάς”».

– Παίζατε κιθάρα εκεί;

«Όχι, τραγουδιστής ορχήστρας ήμουν, έλεγα χορευτικά τραγούδια της µμόδας, τσα-τσα, µάµπο, ταγκό και άλλα. Δουλέψαμε µε τον Χιώτη και στο «Μουσείο», µέσα στον κήπο του Αρχαιολογικού Μουσείου, στην Πατησίων, υπάρχει ακόμα το µαγαζί, είναι πια καφετέρια. Μετά ο Χιώτης πήγε στην Αμερική. Είχανε τότε µεγάλο σουξέ ο Χιώτης και η Λίντα».

– Πήγαν στην Αµερική χωρίς ορχήστρα;

«Δεν πήγα, δούλεψα στην Πλάκα στο “Πλακιώτικο Σαλόνι”, το λέγανε “Πλακιώτικη Αυλή”. Ο ιδιοκτήτης είχε γίνει κουμπάρος µου. Τραγουδούσα κάθε βράδυ εκτός από χορευτικά, λαϊκά και ελαφρά, δουλέψαμε καλά. Στο µαγαζί ερχότανε οι µουσικοί από το Τρίο Μορένο, γνωριστήκαμε και µόλις τελείωσα από την “Πλακιώτικη Αυλή”, πήγα µαζί τους».

– Ποιοι ήταν στο σχήμα αυτό;

«Ο Γιάννης Καλατζής, ο Άκης Γιαννόπουλος από τον Πειραιά κι εγώ».

– Ποια εποχή;

«Πριν γίνει γνωστός ο Γιάννης Καλατζής, 1962-1963. Μετά πήγαμε στην Αµερική µε τον Τώνη Μαρούδα, µάλλον το 1964. Θυμάμαι ότι όλο µαλώνανε στο τρίο. Μου λέει ο Μαρούδας: Εσύ είσαι πολύ καλός τραγουδιστής, άσ’ τους αυτούς. Τώρα πια περνάει η µόδα των τρίο, µπορείς να κάνεις καριέρα µόνος σου. Παρεξηγηθήκαμε µε το τρίο, τότε έτσι διαλύθηκαν όλα τα τρίο, τα καλά».

– Και σήμερα λέτε το ρεπερτόριο του Τώνη Μαρούδα, πολύ έχετε επηρεαστεί από αυτόν τον τραγουδιστή.

«Τραγουδιστής, που καθήλωνε τον κόσµο! Θυμάμαι, τραγουδούσαμε δίχως µικρόφωνα και µες στο “Σαλόνι” έβλεπες όλο γούνα και διαμάντια, σε µαγαζί κοντά στην Αγίου Μελετίου. Όποιος ξένος ερχότανε στην Ελλάδα, στον Μαρούδα τον πηγαίνανε».

– Ήταν, δηλαδή, ο αγαπημένος της εξουσίας και του πλούτου;

«Μεγάλος τραγουδιστής! Τον παραδέχομαι! Δεν ξέρω σαν άνθρωπος τί ήτανε και τί πίστευε, αλλά σαν καλλιτέχνη, δεν βάζω άλλον δίπλα του. Μόνο µε την κιθάρα του έκανε τον κόσµο να σιωπά και ν’ ακούει µε κατάνυξη. Και στο θέατρο “Ακροπόλ” τραγουδούσαμε, µε ορχήστρα από βιολιά. Τότε ήμουν µε το Τρίο Μορένο και µε τον Μαρούδα».

– Δεν είχατε ανταγωνισμό µε τον Μαρούδα;

«Μας αγαπούσε, εμείς και στο θέατρο και στο µαγαζί λέγαμε τα δικά του τραγούδια. Δεν ζήλευε. Εμάς θα ζήλευε; Αφού αυτός µας πήρε στην δουλειά. Τότε ο Μαρούδας ήταν αυτοκράτορας! Τώρα θυμήθηκα, δουλέψαμε και στο “Κάστρο”, στην Πλάκα».

                                    – Πόσα χρόνια συνεργαστήκατε;

«Συνολικά τρία χρόνια. Πήγαμε και στο εξωτερικό, δυο φορές στην Αµερική, σ’ ένα ξενοδοχείο “Sunset”, όπως είναι η Πάρνηθα. Σικάγο, Νέα Υόρκη, Καναδάς. Τότε πέφτανε τα δολάρια και τα µαζεύαν βουνά µε την σκούπα. Γινότανε χοροί Ελλήνων, των Γρεβενών, των Καστοριανών και λοιπά, όλα τα ελληνικά σωματεία γλεντούσαν στους χορούς τους».

Στο «Μοστρού» της Πλάκας, το 1964. Από αριστερά: Ρένα Βλαχοπούλου, Μιµίκα Καζαντζή, Άντζελα Ζήλεια, Γιάννης Ήττος.

– Και καλούσαν τον Τώνη Μαρούδα;

«Τον Μαρούδα, τον Χιώτη και τον Γούναρη, όλους τους φτασμένους τραγουδιστές. Τον Μαρούδα τον σεβόμουνα, µας δίδαξε πολλά, ήταν πολύ µεγάλος καλλιτέχνης».

– Παίξατε µε τον Νίκο Γούναρη;

«Ο Γούναρης ήθελε να πάµε µε το Τρίο Μορένο σε κάποιους χορούς και συναυλίες στην Τουρκία. Δεν µας άφησε ο Μαρούδας. Πού θα πάτε, θα αφήσετε το µαγαζί-είπε. Παρόλο, που ήταν καλά τα λεφτά στην Τουρκία, δεν πήγαμε µαζί, βρήκε άλλους µουσικούς. Μετά ο Γούναρης ήλθε στην Αµερική, είχε εκδηλωθεί η αρρώστια του, αλλά τραγουδούσε. Πέθανε το 1964. Τότε ήμουν στην Πλάκα, στου “Μοστρού”, στην ταράτσα, µε τον Κορώνη και τον Φίλανδρο».

– Θρυλικό ντουέτο αυτό, τους ακούγανε µε θαυµασµό οι γονείς µου.

«Ο πρώτος ήταν ο τενόρος και ο Φίλανδρος ο σεγόντος. Έπαιζα και κιθάρα τότε εκτός από τραγουδιστής. Κάνανε ωραίες καντάδες ο Φίλανδρος και ο Κορώνης, όλος ο κόσµος τραγουδούσε µαζί τους σαν µια παρέα. Κατέβαιναν και τραγουδούσαν στον κόσµο. Στου “Μοστρού” έλεγα χορευτικά και τραγούδια του Μαρούδα. Δούλεψα µε τον Μαρούδα, µε την Ρένα Βλαχοπούλου και άλλους. Τελείωσε η σεζόν και µου λέει το αφεντικό: Θέλεις να µείνεις εδώ σαν τραγουδιστής; Την νέα σεζόν θα έχω τον Κορώνη και τον Φίλανδρο. Μας ζήτησαν σαν Τρίο Μορένο να πάµε στην Αµερική, αλλά τους είπα, παιδιά, εγώ δεν ακολουθώ. Πήραν άλλον, µάλλον τον Αλέκο Πάντα. Έμεινα στο “Μοστρού” και περάσαµε όμορφα µε τον Φίλανδρο και τον Κορώνη. Κι από αυτούς έμαθα ρεπερτόριο».

Ατυχίες

– Κάτι έλεγε ο Στέλιος Δούσης για τον Καλδάρα και τον Κουγιουµτζή, πώς ακριβώς έχει το θέμα;

«Πιάνω δουλειά στην Κυψέλη. Εκεί µ’ ακούει ο Καλδάρας και αρχίσαμε συνεργασία. Είχε έρθει ο ανιψιός του. Ήττος και αυτός. Το παιδί της αδελφής του. Με πλησιάζει µε την ταυτότητα στο χέρι. Βλέπεις; Ήττος κι εγώ-µου λέει. Δούλευε υπάλληλος στου Λαμπρόπουλου. Θα φέρω τον θείο µου να σ’ ακούσει! Πρέπει να ήτανε το 1966. Έτσι κι έγινε. Ο Απόστολος Καλδάρας έρχεται ένα βράδυ στο µαγαζί. Μπορείς να ’ρθεις αύριο από το σπίτι;-λέει. Και πάω. Μου δίνει αμέσως τραγούδι. Μ’ αρέσεις και θα σου δώσω τραγούδια. Μου ’δωσε το “Με πήρε η νύχτα” και µερικά άλλα».

– Γράψατε δίσκους;

«“Γύρισα” µερικά τραγούδια µαζί του. Αλλά ο Καλδάρας ζήταγε ένα εκατοµµύριο δραχµές από την COLUMBIA και δεν του δίνανε. Γιάννη-µου λέει-εγώ θα πάω στον Μάτσα, στην ODEON. Κι έμεινα πάλι ορφανός. Αλλά δεν µου έκοβε τότε! Πήγαινε στον Τσιτσάνη, ήτανε βασιλιάς τότε! Αλλά επειδή µε είχε µικρό, εγώ ντράπηκα τότε. Σκεφτόμουνα: Να πάω να τον ενοχλήσω τώρα; Τί θα µου πει; Βρε Γιαννάκη, γιατί πήγες στον Καλδάρα και δεν ερχόσουν σε µένα; Ήθελα κι εγώ να πάω στον Μάτσα, αλλά είχα συμβόλαιο µε τον Λαμπρόπουλο. Εγώ φταίω. Και δεν πήγα να βρω τον Τσιτσάνη. Και δεν έσπασα το συμβόλαιο µε τον Λαμπρόπουλο, για να πάω µε τον Απόστολο Καλδάρα στην ODEON. Πού να τα ’ξερα τότε»;

– Και η συνεργασία µε τον Σταύρο Κουγιουµτζή;

«Αμέσως µετά, δούλευα µε τον Σταύρο Κουγιουµτζή. Έκανα δική µου ορχήστρα, πήρα και τον Σταύρο. Είχαµε συνεργαστεί στην Θεσσαλονίκη, το 1960-1961, στην “Νυχτερίδα”, µαγαζί απέναντι από την Έκθεση. Από τότε τον γνώριζα και µόλις τον είδα στο καφενείο των Μουσικών στην Αθήνα, µιλήσαµε. Πολύ καλό παιδί, δειλός στην δουλειά, αλλά σπουδαίος καλλιτέχνης. Τον πήρα. Μου έκανε ωραία ορχήστρα ο Σταύρος, µε µπουζούκια κι εγώ ήμουν η φίρμα. Κάναμε εγκαίνια και ήταν πίτα το µαγαζί, το ίδιο και τις επόμενες µέρες. Δουλέψαμε ωραία, στην πλατεία Αµερικής».

Στο κέντρο «Ρεγγίνα» της πλατείας Αµερικής, το 1967: Ο Σταύρος Κουγιουµτζής στο πιάνο -από τις ελάχιστες εµφανίσεις του στην αθηναϊκή νύχτα- και στις κιθάρες Γ. Ήττος (µπροστά) και Μικές Κωνσταντάς (πίσω).

– Μόνο στο πάλκο συνεργαστήκατε;

«Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης µας πήγε µε τον Κουγιουµτζή στην COLUMBIA. Έχω έναν πολύ καλό νέο συνθέτη και έναν ωραίο τραγουδιστή-τους είπε. Κάναμε πρόβες. Είπα ένα τραγούδι “Πάσχα των Ελλήνων”. Ήταν ολόκληρος δίσκος. Είπα το “Δίχως την καρδούλα σου, καρδούλα µου” και µερικά άλλα. Εύκολα, ωραία τραγούδια. Αλλά δεν άρεσαν στον Μηλιόπουλο. Πέρασε µετά από λίγες µέρες ο Μπιθικώτσης από το µαγαζί και µας είπε: Παιδιά ο Μηλιόπουλος απέρριψε τα τραγούδια, δεν του αρέσατε! Ο Σταύρος Κουγιουµτζής πάει στην ODEON-MINOS, µένω αμανάτι, πάλι δεμένος µε την COLUMBIA. Άλλη µεγάλη ατυχία! Τα είπε τα τραγούδια ο Γιώργος Νταλάρας και γίνανε επιτυχία».

– Δουλέψατε µε τον Μπιθικώτση;

«Όχι! Θυμάμαι ότι ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης ήταν στα χωρίσματα. Ερχότανε να µας υποστηρίξει. Όταν είχαµε εγκαίνια, ανέβαινε στο πάλκο, έλεγε 4-5 τραγούδια. Αυτό έγινε στην “Ρεγγίνα” (Πλατεία Αµερικής), στην “Γωνία του Ντίνου (Κυψέλη) και στην Βάρκιζα. Ο Μπιθικώτσης παραδέχονταν τον Σταύρο. Όταν γκρίνιαζαν οι µουσικοί, επειδή ο Σταύρος ήταν απαιτητικός, τους µάζευε ο Γρηγόρης και τους έλεγε: Παιδιά δεν θα φέρνετε καµιά αντίρρηση στον Σταύρο. Θα κάνετε ό,τι σας λέει, γιατί είναι γερός µουσικός».

– Τελικά, δεν ηχογραφήσατε δίσκους;

«Συνέχισα κάποιο διάστηµα µε τον Σταύρο στο πάλκο, όπως είπα, στην “Ρεγγίνα”, στην “Γωνιά του Ντίνου”, στην Βάρκιζα. Έγινε χαμός. Εκεί, στην Βάρκιζα, µου είπε ο Σταύρος: Γιάννη, δεν µπορώ να ξενυχτώ, έχω πολλές υποχρεώσεις στην εταιρεία! Έφυγε από τα µαγαζιά. Το πουλάκι της δισκογραφίας είχε πάλι πετάξει για µένα. Από αναποδιά σε αναποδιά. Έφταιξα, όμως. Ήμουν άτολμος, δεν µπόρεσα ν’ αδράξω τρεις καλές ευκαιρίες, που είχα, µε τον Τσιτσάνη, µε τον Καλδάρα, µε τον Κουγιουµτζή».

Καντάδα στην Τζεραλντίν Τσάπλιν και στην Μιµή Ντενίση στο κέντρο «Μυρτιά» του αθηναϊκού Μετς (1995).

– Πολύ εύκολα δεν απογοητευτήκατε; Γιατί δεν προσπαθήσατε µετά το 1966;

«Δεν πήγαινα σε κανένα να παρακαλέσω, ντρεπόμουνα πολύ. Αφού έκανα το λάθος και δεν πήγα στον Τσιτσάνη-σκεφτόµουνα-τί να πάω σε άλλους; Δεν πήγα σε κανένα, έβγαζα και πολλά λεφτά τότε στο πάλκο και είχα την µύτη ψηλά. Να πάω τώρα να παρακαλέσω, να µου δώσουν τραγούδια, άμα θέλουν να ’ρθούνε να µε βρούνε! Το θεωρούσα προσβλητικό να ζητιανέψω τραγούδια. Ήμουν πολύ άτυχος, αλλά και άτολμος γενικά».

– Από τότε συνεχίσατε να παίζετε µόνο στο πάλκο;

«Όταν έφυγε ο Σταύρος, πήγα στην Βάρη, έγινα ο βασιλιάς της Βάρης, όταν λέγαμε δουλειά, δεν έχει σχέση µε τα µαγαζιά σήµερα. Μιλάµε για λαό, ουρές, όχι αστεία! Κάθε βράδυ ασφυκτικά γεμάτοι. Έμεινα αρκετό καιρό».

– Πόσο καιρό στο ίδιο κέντρο;

«Δέκα χρόνια, πρώτος πήγα και τελευταίος έφυγα. Τελευταία δούλευα στο “Όραμα”, τώρα είναι σούπερ µάρκετ. Το είχε Άραβας. Τραγουδούσα και στον “Νάρκισσο”. Μάλωναν ποιος θα µε πρωτοπάρει. Κουβαλούσα κόσµο».

– Μετά πού δουλέψατε;

Στην Νέα Σµύρνη το 2007, κέντρο «Θόδωρος», ο Γ. Ήττος µε το συγκρότηµά του, Θέµης Αθανασόπουλος (µπουζούκι), Αντώνης Συρίγος (κιθάρα), η τραγουδίστρια Ν. Σακελλαρίου και ο ακορντεονίστας Γρηγόρης.

«Πήγα έξι χρόνια στην “Φιλία”, στο Λαγονήσι, καταπληκτικό µαγαζί, σαν καράβι, κάθεσαι το καλοκαίρι στη βεράντα και νομίζεις ότι ταξιδεύεις µε πλοίο. Τώρα είμαι στην Αρτέµιδα, στην Λούτσα, “Το Μισό Πιθάρι”. Ωραίο µαγαζί. Πάµε καλά. Έχω την ορχήστρα µου και τραγουδώ. Μπουζούκι, κιθάρα, αρμόνιο, κλαρίνο για τα δημοτικά και µια τραγουδίστρια. Γίνονται χοροί και άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις. Παρότι είναι µακριά, έρχεται κόσµος από Γλυφάδα, Λαγονήσι, µέχρι Αγία Παρασκευή. Είμαι τρία χρόνια εκεί».

– Γενικά, όπου πάτε ριζώνετε;

«Με έχουν ζητήσει κι άλλα µαγαζιά, αλλά έχω µάθει νοικοκυρεμένα πράγματα. Να ’ναι καλά τα φαγητά, τα κρασιά, η εξυπηρέτηση, το περιβάλλον. Αν δεν είναι καλά τα φαγητά, η ατμόσφαιρα, δεν πα να κελαηδάς, µια φορά θα ’ρθει ο κόσµος και αν δεν ευχαριστηθεί, γεια σας! Δεν είναι να βάλουμε το μπουκάλι µε ξηρούς καρπούς και φρούτα. Στο “Μισό Πιθάρι” είμαστε καλά, γίνεται γλέντι. Ωραία ταβέρνα, καλές τιμές, για όλα τα βαλάντια και συνεννοούμαστε µε το αφεντικό. Αν και δουλεύουμε τριήμερα. Eίναι µεγάλη η κρίση. Ένας λόγος παραπάνω να περνάει ο κόσµος καλά».

– Τελείωσε, πλέον, η νύχτα, δεν υπάρχουν φράγκα.

«Αν δουλεύεις σήµερα τριήμερα την βδοµάδα είσαι καλά. Έκανα από παλιά κουμάντο, είµαι νοικοκύρης, παρά τις δυσκολίες, που αντιμετωπίζει η νύχτα, εμείς πάµε καλά».

* * *

 

Μάχιμος ο Γιάννης Ήττος, σαν παλιός κανταδόρος, σαν σε Πλακιώτικη ταβέρνα διασκεδάζει το κοινό, τώρα, που η οχλοβοή της υποκουλτούρας και ο κρότος της κατανάλωσης σκουπιδιών «ξεκουφαίνουν» τις ψυχές. Επιστρέφοντας σπίτι για πολλοστή σκέφτομαι φορά το αναπάντητο ερώτημα: Πόσοι άραγε τραγουδιστές με ωραίες φωνές μένουν εφήμεροι διασκεδαστές της παρέας, γιατί δεν γράφουν δίσκους, ακόμα και την εποχή της πληθωρικής τεχνολογίας; Ενώ τα μαύρα σκυλιά της νύχτας και οι κουνιστοί φλωροποπάδες της τηλεόρασης; Χαμένο τίποτα δεν πάει, αλλά και «του κύκλου τα γυρίσματα» αναποδιές, που φέρνουν!