Η «ΑΜΟΡΓΟΣ» ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΓΚΑΤΣΟΥ

Η «ΑΜΟΡΓΟΣ» ΤΟΥ    ΝΙΚΟΥ ΓΚΑΤΣΟΥ

Αφορμή να επανέλθουμε στην αξιολόγηση του πρωτόλειου και μόνου ποιήματος του Νίκου Γκάτσου «Αμοργός» είναι η παρουσίαση του εξαιρετικού βιβλίου του Σταύρου Καρτσωνάκη για τον παγκόσμιο στιχουργό (εκδόσεις Μετρονόμος). Ο Καρτσωνάκης γράφει, όμως, τις απόψεις του με βάση την αυθαίρετη και ανιστόρητη μυθολογία ότι πρόκειται για εξαίσιο έργο, που δεν είχε συνέχεια γιατί δυστυχώς και αλίμονο έτσι επέλεξε ο Νίκος Γκάτσος. Η  γραφή μας δεν αφορά το εν λόγω βιβλίο, που μια ακόμα φορά προτείνουμε ν’ απολαύσετε! Δεν μπορούμε, όμως, με την αιρετική κι επαναστατική  προσέγγιση, που μας διακρίνει, δοθείσης και πάλι ευκαιρίας, να μη βάλουμε ορισμένα πράγματα στην… θέση τους. Γράψαμε από την πρώτη στιγμή ότι η «Αμοργός» και άλλα  ελληνικά και ξένα (π.χ. Έλιοτ) «άρες μάρες κουκουνάρες» έργα συνιστούν εξεζητημένη, λεξιλάγνα λογοπλοκή, χαζομάρα  ομορφόλογη, δίχως μέτρο και ρυθμό, ουδεμία πνευματική ουσία, λέξεις και προτάσεις μια κάτω στην άλλη και μάλιστα ατάκτως ερριμένες. Εμείς, οι δηλωμένοι… ηλίθιοι πού να νοιώσουμε τέτοια βαθειά ρηχότητα! Απλώς δεν την θεωρούμε ποίηση! Είχαμε γράψει και πει ραδιοφωνικώς πριν από 30 χρόνια: Για εξηγήστε, κουλτουριάρηδες φωστήρες, σε μας τους… βλάκες, τί σημαίνει: «και αν θα πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε ένα αηδόνι»!! ή ερμηνεύστε την σελίδα 11 του εν λόγω ποιήματος στην έκδοση «Πατάκη». Και πότε όλες αυτές οι κουλτουριάρικες αηδίες; Το 1943! Όταν καιγότανε και ανασταινότανε η σκλαβωμένη Ελλάδα!

Εδώ εκδηλώθηκε η πρώτη, η καίρια μεγαλοφυία του Ν. Γκάτσου! Προτίμησε με το αισθητικό ένστικτό να μη γίνει μετριότατος κουλτουριάρης εγχώριος ποιητής, αλλά παγκόσμιος στιχουργός. Ακριβώς, όπως ο καλός του φίλος Μάνος Χατζιδάκις (και ο Μίκης Θεοδωράκης) δεν έγιναν Έλληνες «Μπετόβεν», αλλά λαϊκοί χαρισματικοί (με την σειρά τους) παγκόσμιοι λαϊκοί μελωδοί. Τί ωραία και αυτοκριτικά τα λέει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης: «Αν δεν ήταν ο Μάρκος (Βαμβακάρης) αυτοί (ο Μάνος και ο Μίκης) θα ήταν ψευτομπετοβενάκηδες κι εγώ ψιλοπολυμέρης»! Και ο Γκάτσος… ψευτοσεφέρης-προσθέτουμε εμείς.  Ο Γκάτσος γρήγορα κατάλαβε όχι μόνο ότι δεν γράφει ποίηση, όπως ο ίδιος λέει, αλλά και ότι οι θέσεις της στον Παρνασσό είναι ελάχιστες και ήδη πιασμένες από παγκόσμιους ποιητές με πρώτον τον Κ. Καβάφη. Οι μεγάλοι άνθρωποι είχαν ενσυναίσθηση και γνώση σαυτόν, δεν ήταν επιπόλαιοι, όπως οι κατοπινοί. Ήξεραν οι Καλλιτέχνες να φτιάχνουν και να υπηρετούν τον Μύθο τους. Αν, όμως, εμείς, με τόση εντρύφηση και θητεία στην ποίηση, δεν… καταλαβαίνουμε την «Αμοργό» και τα συναφή πάμπολλα ελληνικά και ξένα φληναφήματα, τί να πει ο μέσος πολίτης ιδίως την εποχή της οθόνης; Τί έχ0υν, σήμερα  η Ποίηση, η Τέχνη, να πουν στον δεινά δοκιμαζόμενο άνθρωπο, που καλπάζει στον πίθηκο σε ψηφιακό μεσαίωνα; Ιδού το μέγα ερώτημα, το κριτήριο της αξίας κάθε καλλιτεχνικού έργου! Όσο παλιό ή νέο και αν είναι το έργο τέχνης αξιολογείται πάντα από το τί συνδυασμένες και ισόρροπες αισθητικές και κοινωνικές απαντήσεις δίνει στα κρίσιμα προβλήματα, που θέτει κάθε φορά η εποχή αναφοράς του σε σχέση με αυτήν της εκάστοτε απόλαυσής του, κατανάλωσής του.

Αντίθετα ο Γκάτσος λέει πολλά με τα σχετικά διαχρονικά  τραγούδια, που συνιστούν Τέχνη Από ένστικτο ή από πολιτική ενόραση (ποιος ξέρει;) άμεσα και βαθειά κατάλαβε το μεγάλο δίλημμα της κοινωνίας στην Γκραικυλία, όπως το θέτει ο Γ. Σεφέρης προλογίζοντας τον «Ερωτόκριτο». Όσοι ακολουθούν τον Πρώτο Πολιτισμό, της ξενόδουλης άρχουσας τάξης, μεταφέροντας μοντέλα δυτικά πατώνουν στον Χρόνο. Απλώς «συνθέτουν», σαχλά «ρητορεύουν». Ενώ από την άλλη όχθη, του Δεύτερου, του πολύτροπα καρπερού λαϊκού πολιτισμού, μιλούν σαν ανθρώπινα όντα, προπαντός τραγουδούν αυθεντικά και ταξικά, ανεξάρτητα πόσο πάντα το συναισθάνονται. Ο Γκάτσος έγκαιρα διάλεξε την όχθη του λαϊκού πολιτισμού μιλώντας ανθρώπινα στην ψυχή, αφήνοντας την «Αμοργό» απομεινάρι ρητορείας χωρίς καλλιτεχνικό αντίκρισμα. Ο Γκάτσος και άλλοι μεγάλοι με την πρώτη αντελήφθησαν ότι ο ντουνιάς (και η Τέχνη) θέλουν Ρήματα, Δράση, όχι ατάκες κουλτουριάρικες,  πομφόλυγες επίθετα. Και πόσο όμορφα έχοντας την αίσθηση της ποίησης σε γέφυρα με την λαϊκή στιχουργία δίνει διαμάντια μετάφρασης και μεταγραφής μεγάλων δημιουργών (Λόρκα κ.ά.)! Ούτε αυτό είναι τυχαίο!

Παρακολουθούμε τους σύγχρονους και παλιότερους ερευνητές με ή χωρίς εισαγωγικά. Σκληρά επικρίναμε την φιλολογική επιπολαιότητα, που την θεωρούν εμβριθή μελέτη. Κάθονται στο γραφείο με την φραπεδιά και εξετάσουν τα παλιά με σημερινές ψυχώσεις και πλαστικά υποδεκάμετρα. Για αυτό λένε ή γράφουν συνήθως μαλακίες. Το ζητούμενο είναι να διεισδύσεις στην εκάστοτε εποχή αναφοράς, που μελετάς, κι ως ένας του καιρού εκείνου, με την γνώση του τώρα, να αναλύσεις το τάδε ή το δείνα φαινόμενο υπογραμμίζοντας το τί δημιουργικό φέρνει στο εκάστοτε σήμερα. Ο Γκάτσος είναι τριαντάρης και βγαίνοντας στα ελληνικά γράμματα θέλει αρχικά, προσπαθεί να μιμηθεί, ν’ ακολουθήσει Δυτικά κουλτουριάρικα πρότυπα. Όσα περί διαγραμμάτων τυρβάζουν και ούτε οι ίδιοι οι γραφιάδες τους ξέρουν τί τελικά θέλουν να πουν! Γόνος αποτυχημένης εργοληψίας η «Αμοργός» και ο ποιητής γρήγορα εγκαταλείπει την μάταια καλλιτεχνικά προσπάθεια. Τί θέλουν οι ερευνητές και με το μοιρογνωμόνιο τού σήμερα πάνε τάχα να δικαιώσουν τί; Ό,τι έγκαιρα απέρριψε και λυτρώθηκε ευτυχώς ο Γκάτσος; Θέλετε απόδειξη πιο πειστική για το ότι θεωρεί εαυτόν στιχουργό και όχι ποιητή; Το 90% των τραγουδιών του είναι στίχοι γραμμένοι σε μουσική, όχι μελοποίηση στίχων!! Τί σημαίνει αυτό; Ότι πρεσβεύει σχεδόν απόλυτα: Εν αρχή ην το μέλος! Ουδόλως τον ενδιαφέρει η ούτως ειπείν… μοντέρνα ποίηση. Προκρίνει την ρίμα, τον ρυθμό, το μέλος, την απήχηση, την ουσία της λαϊκής δημιουργίας! Αυτήν την παγκόσμια υπεροχή ποθεί για το έργο του και πανηγυρικά την πετυχαίνει αρδεύοντας την ψυχή μας. Πόσο ειλικρινά, κυνικά μαζί και σαρκαστικά, εκτός από λακωνικά ο ίδιος ο Γκάτσος εξηγεί στην παρέα του «Φλόκα» γιατί έγινε στιχουργός και όχι ποιητής! «Τα ποιήματα είναι κάτι πολύ εύκολο για μένα. Η ποίηση είναι δύσκολη. Το να πεις τις αλήθειες»! Αυτό ακριβώς!!

Για να γενικεύσουμε λιγάκι με αφορμή την «Αμοργό». Τί μανία έχει πιάσει, τάχα να αναιρούν την παράδοση, την μέχρι τώρα πάμπλουτη πνευματική προίκα! Για αυτό η εκδίκησή τους στους κουφιοκεφαλάκηδες διασκευαστές είναι σκληρή και αμείλικτη. Δυο συστήματα είναι και το τραγούδι και η ποίηση, σχετικά πεπερασμένα, δουλεμένα πια από αμέτρητους μάστορες, που τα έφθασαν σε δυσθεώρητα ύψη τελειότητας. Πώς να το αρνηθείς; Επειδή, όμως, όσο ανεβαίνει η σκάλα, είναι πιο δύσκολο αφενός να φτάσεις στο πιο ψηλό σκαλί και αφετέρου, να κάνεις, αν μπορείς το επόμενο βήμα, να βάλεις το δικό σου σκαλί, λες: Δεν βαριέσαι, ας γκρεμίσουμε την σκάλα και με τα ερείπια  ας κατασκευάσουμε κάτι πρόχειρο, αλλά τουλάχιστον… δικό μας. Όσοι χαρισματικοί τόλμησαν να ανέβουν στην παραδεδομένη σκάλα, στο ψηλότερο πλατύσκαλο και από κει να προσπαθήσουν να δουν πρωτότυπα τον κόσμο, κάνουν σπουδαίο έργο, ακόμα και στο πρότυπο προκατόχων τους. Όσοι είπαν κάνω κάτι άλλο, διαφορετικό, από τα κομμάτια της γκρεμισμένης σκάλας κατά τεκμήριο έγιναν μπάζα μαζί της, έχασαν το τρένο της αισθητικής αρτιότητας και της σχετικής διαχρονικότητας.

Ο αφηρημένος στίχος μπορεί να προδιαθέτει, ή εξ ορισμού να λέει ότι κάθε τι είναι έργο τέχνης, αλλά πού φθάνει, πού τελειώνει η τέχνη και που αρχίζει η αερολογία, η μπαρούφα; Το πρόβλημα δεν είναι να τα λες ακόμα και με ταξική απόχρωση, αλλά το πώς το λες, αισθητικά και κοινωνικά. Ποιος το κρίνει αυτό; Ο κόσμος; Ο αφιονισμένος, ο λοβοτομημένος; Φθάσαμε πάλι στην αφετηρία. Η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα; Όλα με αυτήν την λογική είναι ποίηση. Αρκεί ένα πολιτικό άρθρο να το σπάσω σε μικρές φράσεις, να τις βάλω τη μια από κάτω στην άλλη και να κάνω και λίγο βαρύγδουπη και στρυφνή σύνταξη, να το γεμίσω με μπόλικη… στριφνίνη!. Θυμηθείτε τα κουβεντιαστά τραγούδια, λόου μπαπ, χιπ-χοπ και άλλες εμπορικές, τάχα επαναστατικές, στην ουσία απόλυτα αντιδραστικές σύγχρονες φραστικές και εν πολλοίς φασιστικές (συνήθως με προοδευτικό φερετζέ) βαρβαρότητες, που τις μοστράρουν για μεγάλα τραγούδια, όλα τα καπιταλιστικά κυκλώματα. Τρελάθηκε ο Καπιταλισμός και αυτοκαταγγέλλεται; Το κουτόχορτο στον ταξικά κοιμισμένο όχλο και η μεγάλη κονόμα έχουν πάντα για αυτόν απόλυτη προτεραιότητα!

Ο λόγος είναι νότες, το ποίημα είναι μουσική, ιδιαίτερα σε ευφωνικές και μουσικές γλώσσες όπως η Ελληνική. Για αυτό στην ουσία δεν μεταφράζεται η ποίηση, απλώς το νόημα αποδίδεται, στον ένα ή στον άλλο βαθμό ποιητικά, ανάλογα με την ικανότητα του μεταφραστή. Στην παγκόσμια ποίηση, όταν το επιβάλει η μέθεξη, στα διαχρονικά αριστουργήματα η μετάφραση, συχνά είναι αποστράγγισμα του νοήματος, μεταφορά μόνο του τί λέει το ποίημα και από εκεί και πέρα ό,τι βγει και αν προκύψει κάτι από το συναίσθημα, από την χαμένη μουσικότητα. Έφθασε σε αξιοζήλευτη αρτιότητα η ρίμα και η κατά τεκμήριο συμβατική λεγόμενη στιχουργία. Και η ελεύθερη τοιαύτη έφαγε προ πολλού τα ψωμιά της. Αυτό δεν σημαίνει απλή παράθεση καινοφανών φραστικών μορφωμάτων. Αφού διαλέγεις τον δύσκολο δρόμο της πορείας στο άγνωστο επωμίζεσαι κυρίως το ρίσκο να γράψεις σπανίως αριστουργήματα και συχνότατα μετριότητες ή και ανοησίες. Πολλοί νομίζουν ότι αν αλλάξεις τους όρους της πρότασης και την κάνεις πιο μπερδεμένη είναι και ποίηση. Η αλλαγή των όρων της πρότασης δεν είναι ποίηση, το γραφτό τις πιο πολλές φορές γίνεται ανάπηρο. Μέγα ζητούμενο και στην ρίμα και κυρίως στον λεγόμενο ελεύθερο στίχο είναι ο εσωτερικός ρυθμός και η μελωδία σε κάθε ποιητική δημιουργία. Είμαστε, όμως, στην εποχή του ογκώδους έργου, που ούτε με γερανό… σηκώνεται και στον πλαστικό πληθωρικό καιρό, που χυδαία προβάλλει και αφειδώς αλέθει τα φτηνά και εφήμερα και λέει πάντα: «Να περάσει ο επόμενος και γρήγορα»!

Η εκζήτηση στην ποίηση. Μπορεί ο ποιητής να είναι μόνο γλύπτης λέξεων, αλλά ο αυτοσκοπός είναι χαζός και ενοχλητικός, κυρίως αντιαισθητικός. Λέξεις με περίεργο, εξεζητημένο και αμφίβολο νόημα. Η ποίηση του Ο. Ελύτη, για παράδειγμα, μπορεί να συνιστά πληθωρική αρμαθιά «γλυπτών» διακοσμητικών βερμπαλισμών. Όσο, όμως, κάθε δημιουργός αναζητά μόνο την τέλεια λέξη, τόσο κάνει σκόντο, μικρό ή μεγάλο, στο νόημα, μερικές φορές καταλήγει για ένα λιγότερο σημαντικό ή και ασήμαντο νόημα να γράφει σελίδες επί σελίδων καλολογικών λέξεων. Ο… λυρισμός του Ελύτη είναι και ενοχλητικός. Εδώ καράβια στον κόσμο χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν στο Αιγαίο. Το Αιγαίο, το λευκό και το γαλάζιο, ο ήλιος, η ομορφιά για λίγους απολίτικους, μια και η ποίηση ποτέ δεν έχει μαζική απήχηση. Όποια λαϊκή θερμή αποδοχή του όχλου σημείωσαν ο Ρίτσος, ο Ελύτης και άλλοι ποιητές το οφείλουν στην μελοποίηση, αλλιώς σιγά να μη διάβαζαν 60 σελίδες με ανάπηρες ωραιολογίες του «Άξιον Εστί» ή τόμους προλεταριακών… συνθημάτων! Εδώ γυρνάνε την πλάτη σε χαρισματικούς ολιγογράφους με παγκόσμιο έργο! Χώρια, που ο Ελύτης υμνώντας βερμπαλιστικά αλλά και με … γλύπτες φράσεις το Αιγαίο, λησμόνησε, δεν… πήρε χαμπάρι, δεν τον… ενημέρωσαν ίσως, ότι πολλά από τα υμνούμενα  νησάκια του ήταν γεμάτα με πολιτικούς εξορίστους! Είτε το κατάλαβε είτε όχι έγινε ο κουλτουριάρης πρόδρομος και άστοχος υμνητής του κατοπινού ορυμαγδού του ενοικιαζόμενου δωματίου, rooms to let, και του φτηνοτουρισμού της αποικίας Γκραικυλίας των κακοπληρωμένων γκαρσονιών. Αλλά όλα κι όλα! Βραβευμένος με Νόμπελ, με το βραβείο της χυδαίας πολιτικής καπιταλιστικής σκοπιμότητας! Αρέσει, δεν αρέσει η ζωή είναι μεγάλη πουτάνα και παίζει τραγικά παιχνίδια στους απρόσεκτους, που δεν σέβονται ή δεν δικαιώνουν καλλιτεχνικά το όποιο ταλέντο τους! Ενώ ο αγνοημένος, αβράβευτος και περιφρονημένος Μέγας Αλεξανδρινός ήταν και έγινε ο Μέγιστος Παγκόσμιος Ποιητής του 20ου αιώνα και όχι μόνο! Ή δεν το καταλάβατε ακόμα ότι τα πάσης φύσεως βραβεία της εξουσίας είναι αντιστρόφως ανάλογα με τις αξιολογήσεις, που κάνει ο πανδαμάτωρ χρόνος;

Με τον υπερρεαλισμό και άλλους φωνακλάδικους, εν πολλοίς ανόητους λογοτεχνικούς –ισμούς ανοίγει φάμπρικα να θεωρούνται τα πάντα έργα τέχνης. Σήμερα άμα κάνεις κάτι, που θα προκαλέσει, θα κονομήσεις γερά και θα βαυκαλίζεσαι ότι κάνει έργο επαναστατικό! Πόσες φορές τάχα προκαλούν την ανόητη εξουσία βρίζοντας χυδαία ένα θρησκευτικό δόγμα ή και πρόσωπο, ένα σύμβολο; Στημένες συζητήσεις, ανούσιες αντεγκλήσεις στα τηλεοπτικά παράθυρα και τ’ άλλα βοθροκάναλα, ξεσπάει πρόσκαιρος δυνατός θόρυβος ξεγάνωτων ντενεκέδων. Όλα για την εφήμερη δημοσιότητα.  Όπως και η ζωή, ανέκαθεν η τέχνη είναι σκυταλοδρομία γενεών και αιώνων. Πάντα σχετικό μέγεθος μα ουδέποτε λείπουν οι αισθητικοί κανόνες, διαρκώς διαμορφώνονται στην πορεία, αναλόγως κοινωνικών αναγκών. Μεγίστη μαλακία, το σπάστε, γκρεμίστε όλα και φτου από την… αρχή. Προπαντός δεν υπάρχει πουθενά στο σύμπαν!

        

Το ένα φέρνει το άλλο στον φαύλο κύκλο: Όσο κατακερματίζουν οι καλλιτέχνες τον κόσμο, όσο μπαλταδιάζουν την μορφή και την ουσία των πραγμάτων, όσο θέλουν τάχα να κρατάνε την κίνηση, αλλά στην ουσία νομίζουν πως φρενάρουν, φωτογραφίζουν στιγμιαία και στατικά την αέναη ροή, όσο η καλλιτεχνική εικόνα γίνεται θολή και τελικά δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα, τόσο ξεκόβονται, παίρνουν διαζύγιο από τον υλικό κόσμο, που δίνει τις εμπνεύσεις του, αλλά και τα συναισθήματα, που πυροδοτεί. Όταν θα αντιμετωπίσει μια κατάσταση, όταν θα πάει να ξανακούσει ένα οποιοδήποτε έργο, θα έχει μικρότερη επαφή με τον κόσμο. Γιατί, πώς και για ποιο λόγο να… μιλήσει; Κάνει ακατάληπτα σχήματα μόνο ενός  προσωπικού νοητικού σύμπαντος, χωρίς σχέση με την ζωή. Το να ξεφύγει η τέχνη, να μην είναι ανάγλυφο της πραγματικότητας ή κακέκτυπό της γίνεται αυτοσκοπός και τα έργα αυτών των δημιουργών ουδεμία σχέση έχουν με την μεγάλη, σχετικά διαχρονική Τέχνη, που πάντα εδράζεται… σαδιστικά και μαζοχιστικά στις ανθρώπινες αισθητικές και άλλες ανάγκες.

Ξεφύγαμε, όμως, το θέμα μας είναι η «Αμοργός» και ο Νίκος Γκάτσος. Σκόπιμα και συνειδητά το κάνουμε! Γιατί όλα τα ανωτέρω… κουσούρια τα ξεπέρασε ο Παγκόσμιος Δημιουργός όχι με την κουλτουριάρικη ή την εξεζητημένη δήθεν ποίηση, όχι με κούφιες λέξεις, που ο σαματάς, που κάνουν είναι αντιστρόφως ανάλογος με την διαχρονική αξία, την ουσία της αισθητικής και των κοινωνικών αναγκών, αλλά με τα υπέροχα στιχάκια του, που τα πλείστα αναμετρώνται αποτελεσματικά με την λαϊκή και μεγάλη ποίηση, είναι παγκόσμιες μελωδίες. Όπως το «Ταξίδι», σε μουσική του Μάνου Χατζιδάκι. Θεωρείται από τα τελευταία έργα του Ν. Γκάτσου, μας το θύμησε λίγο πριν τα Χριστούγεννα σε όμορφη συναυλία σε κάποια μουσική σκηνή ο Βασίλης Γισδάκης, από αυτόν, που το ακούσαμε, αν θυμόμαστε καλά στο «Έχει γούστο» της Ε.Ρ.Τ., πάνε πάνω από 10-15 χρόνια. Τα λέει όλα το τραγούδι, αλλά εδώ στον γραπτό λόγο, δυστυχώς… μιλάνε μόνο οι ποιητικοί στίχοι. Τ’ άλλα τα φαντάζεται η ψυχή:

 

Το ταξίδι

 

«Τρέχω, πετάω, κυνηγάω

 πουλιά και όνειρα

και κάθε μέρα κολυμπάω

σε πιο βαθειά νερά

θέλω τον κόσμο ν’ αγκαλιάσω

 μ’ ένα ζεστό φιλί

κι από τη δύση μου να φτάσω

ως την Ανατολή.

 

                                                                                                 ΕΠΩΔΟΣ: Μα είναι φίδι το ταξίδι

είναι χολή μαζί και ξύδι

σ’ ένα μεγάλο αγκάθινο σταυρό

όμως εγώ δεν κάνω πίσω

ούτε τον δρόμο μου θ’ αφήσω

ώσπου λιμάνι σίγουρο να βρω.

 

Θέλω τον κόσμο ν’ αγκαλιάσω

 μ’ ένα ζεστό φιλί

κι από τη δύση μου να

φτάσω ως την Ανατολή.

 

Τρέχω, πετάω, χαιρετάω

τα πιο τρελά παιδιά

και κάθε πέτρα, που πατάω

ανοίγει σαν καρδιά

δείχτε μου δρόμο να περάσω,

με ήλιο, με βροχή

θέλω τον κόσμο να αγκαλιάσω

και πάλι απ’ την αρχή.

 

      ΕΠΩΔΟΣ 

 

Δείχτε μου δρόμο να περάσω,

με ήλιο, με βροχή

θέλω τον κόσμο να διαβάσω

και πάλι απ’ την αρχή».