«Κατά μέτωπο»

«Κατά μέτωπο»

Παρουσιάζουμε το βιβλίο του συμπατριώτη (εκ Βόλου) Θανάση Θ. Νιάρχου: «ΚΑΤΑ ΜΕΤΩΠΟ» (Μετρονόμος) επειδή δεινά μας προβλημάτισε, μας θύμισε «οικεία κακά».  Συνάμα χαρήκαμε κάποια εξαιρετικά σε γραφή και περιεχόμενο κείμενα, ανεξάρτητα των διαφωνιών μας («Δεν θα μας θρέψει όλους η ίδια μελέτη»)! Πρόλογος Νίκος Δ. Καρούζος, επίλογος Ανδρέας Καραντώνης. Η πρώτη προβολή του εν λόγω έργου έγινε το 1980 από τις Εκδόσεις των Φίλων και επανεκδίδεται φέτος από τον Μετρονόμο. Εξώφυλλο: Αλέκος Φασιανός. Μεγάλο το στοίχημά σου με τον χρόνο θέτοντας εν δήμω δοκιμιακά  κείμενα. Επικίνδυνη καλλιτεχνική, αισθητική, κοινωνική ζαριά. Τα δοκίμια γράφτηκαν από το 1976 έως το 1980 στο περιοδικό «Ευθύνη», που είχε δημιουργήσει ο ποιητής, μεταφραστής και πολλά άλλα Κώστας Ε. Τσιρόπουλος. Είναι πάντως γεγονός ευχάριστο να βλέπεις πόσο όμορφα και μεστά έγραφες ΤΟΤΕ μα και πληγή ανάμεικτη με κίνητρο για νέα όλο και πιο πρωτότυπη δημιουργία το να αναμετράς την πορεία σου έως το εκάστοτε ΤΩΡΑ.

O Θανάσης Θ. Nιάρχος γεννήθηκε στον Bόλο. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Γαλλική Φιλολογία. Έχει εκδώσει: Ποίηση: «Eικοσιτέσσερα νυχτερινά τραγούδια» (1970), «Έρως έρωτας» (1979). Δοκίμια: «H ανθρώπινη ανησυχία» (1973), «O αόρατος χρόνος» (1988), «Ημερολόγιο μιας διαμαρτυρίας» (1999), «O έρωτας για τους άλλους» (1999), «Kαθάπερ φερομένης βιαίας πνοής» (1999), «Για τον Άγγελο Tερζάκη» (2002). Συνομιλίες με εκπροσώπους των ελληνικών γραμμάτων με τίτλους: «Πραγματογνωμοσύνη της εποχής» (1976). «Tα παιδικά μου χρόνια» (2003). Από το 1981 εκδίδει με τον Αντώνη Φωστιέρη το λογοτεχνικό περιοδικό «Η λέξη». Έχει την επιμέλεια της σειράς «Σκέψη, Χρόνος και Δημιουργοί» των Εκδόσεων Καστανιώτη, με κείμενα σημαντικών δημιουργών του νεοελληνικού πολιτισμού. Έχει μεταφράσει Κάφκα, Μίλερ, Μ. Λούθερ Kινγκ, Kοκτώ, κ.ά. Είναι συνεργάτης της εφημερίδας «Tα Nέα».

Σημαντικός αστός διανοούμενος, που λέει με παρρησία, κρίνει με ειλικρίνεια όσα θεωρεί κακώς κείμενα πλην το κάνει δίχως ταξική βάση, μη υπολογίζοντας την απόλυτη εξάρτησή μας από την Δύση και πρωτίστως τους Αμερικάνους, την μην ιστορική ύπαρξη ελεύθερου και ανεξάρτητου σοβαρά οργανωμένου κράτους εδώ και 600 χρόνια, εκ των οποίων οι δυο τελευταίοι αιώνες αούμε σε αποικία Γκραικυλία, φρικτό πειραματόζωο των ξένων αφεντικών. Εύστοχα θέτει ως καθοριστικές ελλείψεις την αξιοπρέπεια, την αλήθεια, την αμεροληψία, το δίκαιο και άλλες ηθικές αρχές, πλην για κάθε κοινωνία όλα αυτά και άλλα συναφή είναι το απόλυτο μηδέν δίχως αναγκαίο ταξικό υπόβαθρο. Στον άθλιο Καπιταλισμό η πλατωνική επίκληση τους χρησιμοποιείται ως φερετζές για να κάνει τις λοβιτούρες της η ξενόδουλη εξουσία, ανεξάρτητα από την πρόθεση του κάθε συγγραφέα. Μη σπεύσετε να πείτε: Ένα βιβλίο τώρα, σιγά τα ωά!  Scripta όχι μόνο manent αλλά και σφόδρα εμπνέουν σε απρόσμενους καιρούς!! Πρώτο στοιχείο προβληματισμού: Πόσο ηθικολόγοι εκ του ασφαλούς και κατά τεκμήριο με ισχυρό, αμυδρό ή με δίχως ουσιαστικό κοινωνικό κριτήριο και σκοπό γινόμαστε οι συγγραφείς; Ίσως μας λείπει, ψάχνουμε την άχρηστη επιβεβαίωση των έργα μας, που, όμως, θέλουμε ή όχι, μας αρέσει ή όχι, την κάνει τελεσίδικα ο χρόνος.

Παράδειγμα στο σημείωμα «Η κατάχρηση» (ορισμένων λέξεων στις μέρες μας) στο μακρινό πλέον 1980 τίθενται πολύ ενδιαφέροντα έως καίρια ζητήματα υπό το κράτος της ΠΑΣΟΚικής μετάλλαξης (κατ’ εντολή των Αμερικάνων εκσυγχρονισμός στον τρόπο άσκησης της ξενόδουλης εξουσίας) με τον βιασμό  της γλώσσας για να περνάνε στον όχλο οι απατηλές υποσχέσεις του μίστερ Άντριου Παπάντριου. Η παραποίηση της βαθύτερης έννοιας των λέξεων πολιτική και κομματική εκμετάλλευση, η επιπόλαια εκφραστική ένδεια, η γενίκευση του άσπρο μαύρο, η κυνική ψευδολογία και η παροχή κουτόχορτου από τα βοθροκάναλα σήμερα, πώς και πόσο μπορεί ακόμα να συνάδουν με το εν λόγω άρθρο και να μην… κραυγάζουν τον αναχρονισμό του στο εκάστοτε σήμερα; Τότε είχαμε τα ήξεις αφίξεις, τις βάσεις που φεύγουν μένοντας και πρωτίστως επεκτεινόμενες. Σήμερα εξαφανίζεται ραγδαία, δεν υπάρχει ελληνική γλώσσα, με μυριάδες πιθηκάκια, που μηρυκάζουν μαζικά αγγλοβαρβαρισμούς, τα νέα, πιο χυδαία παρά ποτέ «γκρίκλις». Η γενική ξενομανία πώς «δένεται» με τον αμερικάνικο τρόπο ζωής σε όλα τα κοινωνικά επίπεδα, την πιο χυδαία και διεφθαρμένη συμπεριφορά από τότε, που έγινε έλλογο ον ο πίθηκος; Άλλο παράδειγμα τα τρία δοκίμια: «Η κοινή γνώμη», «Οι ψευδολόγοι» και «Ολέθριες αντιφάσεις», με βάθος και οξύτητα για την εποχή τους, καλογραμμένα, τί έχουν να πουν στον σύγχρονο καρκατσουλιό και σε ποια… κοινή γνώμη; Στον ηλίθιο, διεφθαρμένο και δια της οθόνης ψεκασμένου όχλο;

Δεύτερο στοιχείο προβληματισμού: Πόσο μπορεί ο συγγραφέας να επανεκδίδει παλιά του έργα, χωρίς, όσο ζει, να τα επεξεργάζεται, να τα βελτιώνει, ή όταν πείθεται ότι δεν επιδέχονται βελτίωσης (όλοι γράφουμε ασήμαντα επικαιρικά σημειώματα) να τα πετά στο καλάθι των αχρήστων; Πώς, για πόσο καιρό ο συγγραφέας έχει την δυνατότητα να βλέπει πιο μπροστά από τον μέσο πολίτη και πώς χειρίζεται την όποια «προφητική» του ιδιότητα; Πόσο έχει την μαγκιά να πει ότι κάτι, που έγραψε πριν από χρόνια, ιδιαίτερα ένα βιβλίο είναι καλύτερα να το ξεχάσει, να το αποκηρύξει και να το αφήσει στην λήθη, στην… σκόνη του χρόνου; Αντιμετώπισα πρόσφατα, υπό ειδικές συνθήκες τέτοια διλήμματα. Πριν 20 χρόνια, το 2003-2004, στην βραχύβια καθημερινή εφημερίδα «Απόφαση» μεταξύ άλλων έγραφα και σύντομο χρονογράφημα υπό την βινιέτα «Εκτός γραμμής». Καμιά 90αριά σύντομα αιρετικά, πιπεράτα κείμενα, που είχα λησμονήσει, τα θεωρούσα χαμένα. Έλα, όμως, που σε παραπεταμένο πρόσθετο δισκάκι υπολογιστή βρέθηκαν το 2022 και μάλιστα στην αρχική τους μορφή χωρίς το αναγκαίο μαχαίρι του… μάρμαρου των πάλαι ποτέ εφημερίδων πριν το πιεστήριο.

Ήταν μάθημα ζωής και μια ένεση άφατης ικανοποίησης του πόσο αυτά τα κείμενα είχαν γραφτεί για το εκάστοτε σήμερα και ίσως αύριο. Τα εξέδωσα στα «24 γράμματα» του Γ. Δαμιανού με τίτλο: «Το γράφημα του χρόνου. Εν δήμω κείμενα» και εξώφυλλο, οπισθόφυλλο και εικονογράφηση εξαιρετικών ζωγράφων (Μαργαρίτα Ράντεβα, Εύα Μελά, Δέσποινα Καφενταράκη). Απρόσμενη ευτυχής συγκυρία ανάμεικτη με ταλέντο δημιουργού; Αδιάφορον! Το βιβλίο υπάρχει, οι αναγνώστες, κυρίως ο πανδαμάτωρ κρίνουν. Επαναλαμβάνω ότι σε 40 χρόνια δημοσιογραφικής καριέρας, όλοι γράφουμε χιλιάδες σελίδες εφήμερες ανοησίες ή βιοποριστικές μετριότητες. Ενδυόμενος,  την… τήβεννο του συγγραφέα παίζεις με τον χρόνο και την σχετική διαχρονικότητα και αυτός  σε κογιονάρει θέλεις δεν θέλεις. Έχει μεγάλη συναίσθηση του εν λόγω εκδοτικού εγχειρήματος ο συγγραφέας και αυτό προκύπτει από την τρισέλιδη «ΣΗΜΕΙΩΣΗ» του, που κλείνει την αυλαία.

«Η επανέκδοση ενός βιβλίου, που πρωτοκυκλοφόρησε πριν από 43 χρόνια-επισημειώνει  ο Θανάσης Νιάρχος-μπορεί να μην έχει καμιά απολύτως σημασία για οποιοδήποτε άλλον παρά μόνο για τον άνθρωπο, που το έγραψε, όμως για τον άνθρωπο αυτό δεν παύει να είναι ένα γεγονός. Ένα γεγονός, που αν και είναι σίγουρο ότι θα ξεχαστεί, ο ίδιος ωστόσο το αισθάνεται ως “τομή” στην διάρκεια της ζωής του-όποια κι αν είναι η ζωή αυτή Χωρίς βέβαια η “τομή” αυτή να δικαιολογεί ψευδαισθήσεις ως προς την σημασία των πραγμάτων, που προσπαθεί κανείς να δημιουργήσει γενικότερα-αφού κάποια στιγμή, σύμφωνα με τον καίριο στίχο του Δημήτρη Δούκαρη: “Όλα θα τα σκεπάσει το αλμυρό νερό”-αν δεν έχει ήδη αρχίσει να τα σκεπάζει». Παραθέτουμε επιλέξει την θέση του ακριβώς γιατί διαφωνούμε, όχι-γράψτε λάθος-επειδή έχουμε διαφορετική άποψη για το έργο, τον χρόνο και τον καλλιτέχνη. Εκφράζεται, άλλωστε, αυτή στα έργα μας, κυρίως στα ποιητικά.

Κάθε συγγραφέας αναζητά επιζωής την κοινωνική, εκτός από την αισθητική ουτοπία του. Ο μεγάλος συγγραφέας δεν μπορεί να έχει άλλη ουτοπία εκτός από το έργο του! Ποιον ενδιαφέρει και αν θα γίνουμε αστρόσκονη; Λίγο είναι, που η αέναη ροή του χάους, το ρέον τίποτα, που μετατρέπεται διαρκώς στο ΠΑΝ, σε επέλεξε να ζήσεις και να δημιουργήσεις; Κάθε μέγιστος συγγραφέας είναι μια σχετική φονική αλήθεια, που ανθίζει ή ξεραίνεται μετά τον θάνατό του. Θα πείτε υψηλή φιλοσοφία και μεταφυσική για κάποια δοκίμια ή για χρονογραφήματα; Ναι, φυσικά! Όταν χρεωκοπούν ακόμα και μεγάλες ιδεολογίες, στον βόθρο της οχλοποίησης, στο βαθύτατο, πιο μαύρο ψηφιακό μεσαίωνα, που ζούμε με απόλυτη συνενοχή μας, στην καταστροφή του ανθρώπου από την καθημερινά δολοφονούμενη Μάνα Φύση, στο καίριο, βιολογικό κι απόλυτα υλικό δίλημμα: Ή θα σκοτώσουμε τον Καπιταλισμό ή θα εξοντώσει την ανθρωπότητα από την φωλιά της για να βγει νέα ζωή, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΛΙΓΟ να λες (κυρίως να ζεις): Εξακολουθώ να μη μασάω κουτόχορτο, γλεντάω τους μεγάλους μου καημούς με τις παρέες, που κάνουν πολιτισμό και αφήνω το χνάρι μου στους επόμενους. Περνάω καθημερινός νικητής τόσο στην αφόρητη ρουτίνα όσο και στην αιώνια βιωτική και αισθητική σκυταλοδρομία. Αυτές τις σκέψεις μας γέμισε η ανάγνωση του «Κατά μέτωπο» του συντοπίτη μας, συναδέλφου Θανάση Θ. Νιάρχου. Και πολύ το χαρήκαμε και για αυτό σας το προτείνουμε να το αποκτήσετε, να το απολαύσετε να έχετε κι εσείς μέθεξη του εν λόγω έργου.

 

                                                                                                                                                                        ΗΛ. ΒΟΛ. ΚΑΠ.