Οι τσόντες του Δ. Φύσσα

Οι τσόντες του Δ. Φύσσα

Ο πάντα δημιουργικός και προπαντός απίθανος τύπος, παλαιόθεν σύντροφος και καλός φίλος Δημήτρης Φύσσας πάλι έκανε την έκπληξη με την επανέκδοση ενός πρωτότυπου από την πρώτη του έκδοση, αλλά και μέχρι τώρα, βιβλίου: «Αυστηρώς ακατάλληλον. Προγράμματα Αθηναϊκών Κινηματογράφων Σεξ» (κυκλοφορεί από τις ΑΩ Εκδόσεις). Η δεύτερη επαυξημένη έκδοση αποτελεί με την σειρά της συμβολή στην σύγχρονη κοινωνιολαογραφία-όπως εύστοχα επισημαίνει ο συγγραφέας. Σταχυολογεί, με απλά λόγια, ανθολογεί 50 χαρακτηριστικά έντυπα προγράμματα διάσημων τσοντάδικων της Αθήνας (σινεμάδες, που πρόβαλαν ταινίες σεξ). Δεν ξέρουμε αν λένε κάτι αυτά στις γενιές του διαδικτύου και του κινητού, όπου με πάτημα κουμπιού, μάλλον μια θωπεία μπορεί κανείς να βρει τους πιο… απαγορευμένους καρπούς, πλην για τους νέους (αλλά και γέροντες) του προηγούμενου αιώνα οι κινηματογραφικές τσόντες ήταν στοιχείο της καθημερινής τους ψυχαγωγίας και πολύπλευρης εκτόνωσης.

Για να θυμούνται οι παλιοί, λοιπόν, και να μαθαίνουν οι νεώτεροι θεωρούμε το βιβλίο του Δημήτρη Φύσσα, το προτείνουμε ως το καλύτερο, πιο «ψαγμένο», σαρκαστικό και αυτοσαρκαστικό πρωτοχρονιάτικο δώρο στους φίλους και λοιπούς αγαπημένους σας! Δεν κάνουμε πλάκα! Απλώς μιλάμε για ενήλικες, όχι ότι οι άλλοι δεν… ξέρουν, αλλά έτσι, για να κρατάμε τα προσχήματα. Περισσεύει προφανώς η μαζική υποκρισία, αλλά για σκεφθείτε, λόγου χάρη, πόσο μπορεί να λειτουργεί ως ενισχυτική «ένεση» σε μια πολυετή και πολλαπλά ρουτινιασμένη έγγαμη σχέση η από κοινού παρακολούθηση ερωτικής πορνό ταινίας, αυτό που λέμε τσόντα. Όλα στον εγκέφαλο είναι, ούτε μπορεί να θεωρείται κατακριτέα η όποια φαντασίωση. Αληθινή στιγμιαία ανανέωση, που ίσως να γίνεται γόνιμα περιοδική. Το έχουμε ξαναπεί: Στον έρωτα ΟΛΑ ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ, αρκεί να πληρούνται ευλαβικά 3 αναγκαίες προϋποθέσεις: Πρώτον, να είναι ενήλικες οι παίχτες. Δεύτερο, να τα έχουν τετρακόσια, να μη συντρέχουν πνευματικές και άλλες αναπηρίες. Τρίτο, να υπάρχει απόλυτη συναίνεση για το παιχνίδι.

Όπως σημειώνει ο συγγραφέας-επιμελητής το «Αυστηρώς ακατάλληλον, «το πρώτο απ’ όσο ξέρω βιβλίο για τα καθ’ ημάς τσοντάδικα, είχε βγει σχεδόν τριάντα χρόνια πριν, τον Νοέμβριο του 1994, εξαντλήθηκε γρήγορα, μα για διάφορους λόγους δεν ξαναβγήκε. Ήταν εξάλλου ένα βιβλίο κεφιού, φτιαγμένο στο γόνατο από μένα και παραγμένο από τον πρώτο εκδότη μου, τον φίλο Πέτρο Σταθάτο (εκδόσεις “Δελφίνι”), δίχως συμβόλαια, συγγραφικά δικαιώματα και τα συναφή. Όμως ο κόσμος το ζήταγε και το ζητάει συνέχεια, και γι’ αυτό το ξαναβγάζω τώρα μ’ έναν άλλο Πέτρο, τον Μιχάλη, και τις ΑΩ εκδόσεις». 

Αυτά τα 30 χρόνια, μια ιστορική κατά Ηράκλειτο γενιά, έγιναν τεράστιες αλλαγές και στον πάλαι ποτέ θεσμό του κινηματογράφου, όχι μόνο στα τσοντάδικα, τα οποία, αν δεν κάνουμε λάθος, δεν υπάρχουν πια, ούτε ένα για δείγμα, αλλά και γενικά οι πλείστες αίθουσες κλείνουν η μια μετά την άλλη. Μόνο στα μεγάλα εμπορικά κέντρα και στα πολυσινεμά υπάρχει κόσμος, που πλέον βαίνει συνεχώς μειούμενος. Ζήτημα είναι αν υπάρχουν 20-30 «αυτόνομοι» κινηματογράφοι σε όλη την Αττική αναζητώντας μεγάλο κοινό προβάλλοντας εφήμερες, εμπορικές ταινίες ή άλλες ποιότητας και «σινεφίλ», πλην η οθόνη του κινητού τηλεφώνου είναι αμείλικτη και ο ψηφιακός πίθηκος είναι βιδωμένος πάνω της νυχθημερόν αυνανιζόμενος. Κατά τα άλλα τους φταίνε οι τσόντες! Τουλάχιστον εμείς τις βλέπαμε με παρέες κάνοντας χαβαλέ, ήταν στιγμιαία εκτόνωση, να συνεχίσουμε με μεγαλύτερη δυναμική και έμπνευση τις πολλαπλές μας κοινωνικές δραστηριότητες. Τώρα μαλακίζονται ιδιωτικώς, διαρκώς, άνευ αντικρίσματος. Εποχές, που το γυμνό ήταν απαγορευμένο προς δόξα της συντηρητικής, υποκριτικής κοινωνίας.

Εκεί, λοιπόν, που προβάλλονταν αθώα δραματική ή πολεμική ταινία, ο μηχανικός του κινηματογράφου έβαζε εφεδρική μηχανή και την κατάλληλη ώρα σταματούσε την… κανονική προβολή, έριχνε τρίλεπτη ή εξάλεπτη εμβόλιμη τσόντα, μικρή πορνοταινία, που την περίμενε πώς και πώς το «μιλημένο» κοινό. Μετά το 1974 υπήρξε περαιτέρω χαλάρωση, έγιναν της μόδας κινηματογράφοι, που πρόβαλαν αμιγώς πορνό. Ο έλεγχος περιορίζονταν στον έλεγχο της ταυτότητας των νεαρών θεατών, που υποτίθεται έπρεπε να αποδείξουν ότι έχουν κλείσει τα 18 έτη. Και στην περίπτωση αυτή γινόταν άλλα… καλαμπούρια. Κάνει στον πρόλογο μικρή κοινωνική ανάλυση ο Δημήτρης Φύσσας. Να μη ξεχάσουμε ότι τα περίφημα προγράμματα των πορνό κινηματογράφων ήταν ένα επί το πλείστον «σαμουά» δισέλιδο στο οποίο υποτίθεται γράφονταν λίγα λόγια από την… υπόθεση του έργου, να «καβλώσει» το κοινό και να σπεύσει να την παρακολουθήσει. Ήταν συνήθως κοινότοπες και χαζές ερωτόληπτες ατάκες. Η πίσω σελίδα διαφήμιζε τις επόμενες πορνό ταινίες του εν λόγω κινηματογράφου.

Τέτοια προγράμματα ανθολογούνται στο βιβλίο του Δημήτρη Φύσσα καθρεφτίζοντας στιγμές από την ατμόσφαιρα μιας εποχής, που όπως να το κάνουμε, είχε ρομαντισμό, αγώνες για προκοπή και μόρφωση, με τις υποκρισίες και τις σκουριές της, πλην ουδεμία σχέση είχε με το σημερινό ξεκατίνιασμα, το παλλαϊκό ταξικό κώμα και τον απέραντο ψηφιακό μεσαίωνα, ακόμα και στην ερωτική διάθεση, ακόμα και στην τσόντα, που λέμε. Μιλώντας για τον συγγραφέα, δεν είναι αλεξιπτωτιστής στο κεφαλαίο Σινεμά της Αθήνας. Έχει κάνει πολυετή έρευνα και χωρίς υπερβολή έχει καταλογογραφήσει όλους τους αθηναϊκούς κινηματογράφους: «Τα σινεμά της Αθήνας, 1896-2013. Ιστορίες του αστικού τοπίου». Πρόσθεσε και συμπληρωματικό κατάλογο 1913-1916. Δυστυχώς όλα αυτά υπάρχουν μόνο στο διαδίκτυο, πλην ένα πουλάκι μας κελάηδησε ότι σύντομα θα βγουν και σε βιβλίο. Άμποτε!

Πολυγραφότατος, πλην μεστός και ουσιαστικός ο φίλος μας ο Δημήτρης, έχουμε κατά καιρούς παρουσιάσει δουλειές του, για παράδειγμα την εκπληκτική νουβέλα «Μουσείο Λαογραφίας» (Εστία, 2017), διηγήματα «Αγύριστο κεφάλι» (Εστία, 2004), «Εμμανουήλ Ροΐδης, τρεις μεσαιωνικές μελέτες» (Πατάκης, 2018), «Εμένα μου λες», ποίηση (ΑΩ εκδόσεις 2018), «Τραγούδια της φυλακής» (Γκούτεμπεργκ, 2017) και πολλά άλλα. Ο Δημήτρης Φύσσας δίνει πάντα το πιο σύντομο βιογραφικό, που έχει ποτέ συγγραφέας: «Αθήνα 1956. Νεοελληνική Φιλολογία, Πολιτική Επιστήμη. Στην πιάτσα του ιδιωτικού τομέα με ποικίλα επαγγέλματα από το 1974. Μέλος: Αθηναϊκής Λέσχης Επιστημονικής Φαντασίας (ΑΛΕΦ), Ένωση των Αθέων, Εταιρεία Συγγραφέων και Σύλλογος “Αναγέννηση” περιοχής Κυπριάδη Αθήνα». Σύνθημά του: «Η Δόξα του Ετερόκλητου»! Και η Λόξα-προσθέτουμε εμείς!

«Ξύπνα, λεβέντη μου τσολιά»!

Διαβάζοντας το βιβλίο του Δημήτρη Φύσσα ξύπνησαν δικές μας αναμνήσεις από την θητεία στα παλιά τσοντάδικα. Να καναδυό, συμβολή στην έρευνα της λαογραφίας. Κινηματογράφος «Σταρ», οδός Αγίου Κωνσταντίνου, Ομόνοια. Το κτίριό του κλασικό, μοναδικό αρχιτεκτονικό στολίδι της πρωτεύουσας, ρημάζει πλέον. Τότε διακρίνονταν για τις «γερές» ξένες τσόντες, μάζευε πολυποίκιλο κοινό. Εκεί δυο φορές είδαμε τον μεγάλο ποιητή με την γούνα, αλλά ας το πάρει το ποτάμι… Σύχναζαν πολλοί φαντάροι, κάποιοι «εξοδούχοι» ή άλλοι περαστικοί από την πρωτεύουσα, για να πάνε σε νέα μονάδα ή υπό μετάθεση. Πού να περάσουν φτηνά την ώρα; Στο άνετο και ευρύχωρο «Σταρ» μπορούσαν να ρίξουν κι έναν υπνάκο βλέποντας καναδυό φορές τις ταινίες. Συντάκτες του «Ριζοσπάστη» πηγαίναμε μαζί με συναδέλφους της «Αυγής», άλλωστε τα γραφεία των δυο εφημερίδων ήταν στην ακτίνα του εν λόγω τσοντάδικου. Στο διάλειμμα άναβαν φώτα, έβγαινε ένας γραφικός τύπος πενηντάρη με χαρακτηριστική σαρκαστική φωνή, να πουλήσει αναψυκτικά, τσιπς, τοστ και λοιπά. Μόλις άκουγε ροχαλητά φαντάρων και άλλων θεατών φώναζε μαζί με τα προϊόντα του: «Ξύπνα λεβέντη μου τσολιά»!!

«Λιάνα» στην Χαλκηδώνα της Νίκαιας, επί Χούντας περνούσε όλο το εξατάξιο τότε γυμνάσιο Νικαίας. Πρότυπο Γυμνάσιο Αρρένων Νικαίας-παρακαλώ, μας είχε ονομάσει το φασιστικό καθεστώς! Άλλος χαρακτηριστικός τύπος στην πόρτα, έκοβε τα εισιτήρια. Μόλις έβλεπε κανένα συμμαθητή να είναι συμμαζεμένος, κόκκινος από ντροπή, να σαλιώνει την φράντζα και να κορδώνεται για να δείχνει τάχα μεγάλος, του φώναζε: Έλα ρε μάγκα, πέρνα μέσα, τί να την κάνω την ταυτότητα, εσύ είσαι ολόκληρος άντρας! Μετά την χούντα χρόνια πρόβαλε σκληρές τσόντες, συναγωνίζονταν το «Αλκαζάρ» Νίκαιας (εκεί ψήναμε ρέγκες στην εφημερίδα, πριν γίνουμε δημοσιογράφοι!) και το «Φως» της Τρούμπας. Ε, κύλησε ο χρόνος, παρήκμασε, έκλεισε οριστικά. Την χρονιά, που έβαλε λουκέτο, κάποιος «δικός μας» είχε την φαεινή ιδέα να γίνει εκεί η Συνδιάσκεψη της Κ.Ν.Ε. του Πειραιά. Αν θυμόμαστε καλά, άρχιζε στις 3 το μεσημέρι. Από τις 2 η ώρα μαζεύτηκαν απέξω καμιά 20αριά τσοντόβιοι νεαροί, που νόμιζαν ότι επιτέλους άνοιξε ξανά η «Λιάνα» και άντε να τους πείσουν ότι δεν έχει τσόντα αλλά κομμουνιστική συνδιάσκεψη! Έγιναν 3-4 ευτράπελα του στιλ, ποιος είσαι εσύ, ρε μαλάκα, που θα μας διώξεις από το σπίτι μας;

Η αρχοντική αίθουσα του πάλαι ποτέ “Σταρ”.

Και το «Σινέ Ανώ», πάλι στην Νίκαια μάζευε επί Χούντας τα περίφημα «τσεμπέρια», λαϊκό κόσμο για να δει δακρύβρεχτες ελληνικές και «ινδικές» ταινίες.  Το μεσημέρι της Παρασκευής, αν δεν μας απατά η μνήμη, μάντρωναν τους μαθητές για την Εθνική Διαπαιδαγώγηση, πάει να πει στην αρχή προβάλλονταν κάνα εικοσάλεπτο τα περίφημα Επίκαιρα, οι δραστηριότητες Παπαδόπουλου, Παττακού και των άλλων χουνταίων. Κατόπιν ταινίες μιας ώρας για τον κυπριακό αγώνα, το ΟΧΙ του Μεταξά, το μίασμα του κομμουνισμού, την υπεροχή των Αμερικανών συμμάχων, το μεγαλείο της ορθοδοξίας, ερχότανε κανένας βαθμοφόρος της εκκλησίας να ευλογήσει την νεολαία. Μετά το 1975 … πήραμε εκδίκηση! Το «Σινέ Ανώ» έγινε τσοντάδικο. Μια φορά είναι να γίνει διάλειμμα, δεν έχουν ανάψει καλά τα φώτα και το παιδί, που πουλά αναψυκτικά κ.λπ. σπεύδει να βγει, να προλάβει τους πελάτες. Όπως κάνει την κίνηση, ένας θεατής της πρώτης σειράς, πάει να σηκωθεί και ρίχνει απρόσεκτα ή σκόπιμα στα πόδια του παιδιού ένα κάθισμα, πέφτει κάτω με τον ταβλά γεμάτο. Έγινε πραγματική μάχη, όλοι όρμησαν να πάρουν κορνέδες, πατατάκια, αναψυκτικά, δεν έμεινε ψίχουλο. Πάλι από το ίδιο «Σινέ» και τις ατάκες, που ανταλλάσσονταν. Φώναζε ένας από τον εξώστη: Γαμιέται όλη η πλατεία! Και η απάντηση από κάτω: Ρε μαλάκα, είναι κι η αδελφή σου μέσα!

Αυτά περί τσόντας με αφορμή το ωραίο πόνημα του Δημήτρη Φύσσα, εικόνες αθώας, ακόμα ρομαντικής εποχής. Επαναλαμβάνουμε ότι είναι το καλύτερο πρωτοχρονιάτικο δώρο για τους ενήλικες φίλους και άλλους αγαπημένους σας.