Ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΧΙΩΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ

Ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΧΙΩΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ

«Συνεργούν απερίσκεπτα και εξαίρετοι εκπρόσωποι τoυ λαϊκού αστικού τραγουδιού. Η χαρακτηριστικότερη περίπτωση είναι o Μανώλης Χιώτης, o oπoίoς αφήνει, στις αρχές της δεκαετίας τoυ ’50, τις πρότερες καταπληκτικές εμπνεύσεις. Παραδίδεται σχεδόν αμαχητί στις επιταγές τoυ εμπορικού κυκλώματος και γίνεται εκ των πρωτεργατών της παραφθοράς τoυ «ρεμπέτικου». Αλλάζει το τρίχορδο μπουζούκι (ρε-λα-ρε) με τετράχορδο (ντο-φα-λα-ρε), το οποίο πρωτοχρησιμοποιεί, μάλλον, ο Στέφανoς Σπιτάμπελος. Ο Μ. Χιώτης υποβιβάζει τo παίξιμο σε στείρα καθαριστική δεξιοτεχνία, σε αγώνα ταχύτητας. Σπαταλιέται σε ευτελή πάλκα και σε ανόητες κινηματογραφικές ταινίες ακομπανιάροντας τα κουνήματα κυρίως της Μαίρης Λίντα. Αποτελεί ιεροσυλία η σύγκριση παλιότερων δημιουργιών του, όπως «Τo φτωχoμπoύζoυκo» (Στ. Τζoυανάκoς), «O πασατέμπoς» (Ρ. Εσκενάζυ, Ζ. Κασιμάτης), κ. ά, με τα κατάπινά φτηνιάρικα και σαχλά μάμπο».

Ηλίας Βολιότης – Καπετανάκης «Μούσα Πολύτροπος» (εκδόσεις Μετρονόμος)

Κι εκεί, που είναι χαμένος στα μάμπο και στις άλλες ανοησίες, δίνει μια και λες ξυπνά το μεγάλο ταλέντο, συμβάλλει στην επόμενη συγκλονιστική φάση και μετάλλαξη του λαϊκού μας τραγουδιού. Παίζει μοναδικά μπουζούκι, είναι στυλοβάτης στον «Επιτάφιο» των Μίκη Θεοδωράκη και Γιάννη Ρίτσου και σε άλλα μελωδικά μνημεία της σύγχρονης εγχώριας μούσας. Μεγάλες προσωπικότητες, τεράστιες αντιφάσεις, μόνο, που κάποιοι εν δυνάμει ταλαντούχοι  αδιαφόρησαν για το σχετικά διαχρονικό, έκαψαν την πορεία τους, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα μπορούσε να είναι παγκόσμια και αριστουργηματική. Όπως ο Μανώλης Χιώτης, που κιόλας πέρασαν 54 χρόνια από την αποδημία του, 21 Μαρτίου 1970. Ούτε τα 50 πρόλαβε να κλείσει (γεννήθηκε 21 Μαρτίου 1921)! Τί μένει, άραγε, σήμερα στον πανδαμάτορα χρόνο από την ταχύτητα, τις τρίλιες και τους δακτυλισμούς, που μπορεί να τους κάνει κανείς, μάλλον πολύ καλύτερα με μια κιθάρα; Το μπουζούκι είναι οι… μπουργάνες! Αλλαγή κι εξέλιξη; Ποιος το αρνείται; Και να το αρνηθεί, θα γίνει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Το θέμα είναι αν έχουμε να κάνουμε με θετική ή αρνητική εξέλιξη, με ποιον τρόπο και για ποιόν; Όταν όλα είναι σχετικά, τί σημαίνουν οι δυο όροι για το τρέχον σύστημα αναφοράς; Εν προκειμένω για το ρεμπέτικο, το λαϊκό ή το όποιο άλλο τραγούδι, εν γένει για την μουσική και το όργανο αναφοράς, λόγου χάρη για το μπουζούκι. Πολύ σημαντική παράμετρος πώς μπορεί να επιδράσει κανείς, για πόσο καιρό και κυρίως σε ποια κατεύθυνση;

Μπουζούκι με τέσσερις χορδές. Τί εξυπηρετεί; Νεωτερισμός για τον νεωτερισμό; Η τέχνη για την τέχνη; Στείρος φορμαλισμός άνευ παραμικρής ουσίας. Γιατί να φέρουμε ανατολικό μουσικό όργανο, πολύ χαρακτηριστικό εκπρόσωπο της πέτρινης τοξωτής γέφυρας της μάνας του πολιτισμού Ανατολής με την βάρβαρη Δύση, με το στανιό στα δυτικά μουσικά και εκτελεστικά πρότυπα, να παίζει σαν κιθάρα; Αφότου ο ταμπουράς γίνεται με διάφορες προσμίξεις κι επιδράσεις άγνωστες για την ώρα μπουζούκι, όπως έρχεται στις μέρες μας, παίζει στην συγκερασμένη και όχι στην φυσική κλίμακα, έχει  τάστα. Αυτό είναι αρνητικό για τα μουσικά ελάχιστα, ανατολίτικα υποδιστήματα αλλά διευκολύνει τους οργανοπαίκτες και γενικότερα την μουσική εξέλιξη. Έχουμε τρίχορδο διπλόχορδο μπουζούκι, που παίζει μοναδικές συγχορδίες σε ένα διαφορετικό από άλλα όργανα μουσικό ηχόχρωμα. Γιατί να το καταστρέψουμε; Τί χάνεται από την τεράστια, πλούσια παράδοση όχι μόνο του μπουζουκιού αλλά και του ταμπουρά και των απώτερων προγόνων του μέχρι την πανδουρίδα με την τέταρτη χορδή; Τα περίτεχνα, άκρως σκοτεινά σήμερα κουρδίσματα, που σε αρμονικό δέσιμο με την απαράμιλλη δεξιοτεχνία των παλιών βγάζουν διαφορετικό, μοναδικό ήχο. Ακούς ένα τραγούδι, μπουζούκι παίζει και στην μια και στην άλλη εκτέλεση, αλλά όσο το άσμα προχωρά δεν σου βγαίνει, αντίθετα θεμελιώνεται η πεποίθηση ότι ακούς άλλο έργο με το τετράχορδο. Πάει περίπατο όχι μόνο το θρυλικό καραντουζένι κούρδισμα του Μάρκου Βαμβακάρη, αλλά και κλείνει ερμητικά ο δρόμος της προσπάθειας των νεότερων εκτελεστών προσεγγίζοντάς το όσο πιο αυθεντικά και πιστά, να το κάνουν αφετηρία για τα δικά τους μουσικά πειράματα και καλλιτεχνικά επιτεύγματα. Τί να πει κανείς για τα μοναδικά κουρδίσματα και τα ύφη του Ανέστου Δελιά, του Γιοβάν Τσαούς και πολλών άλλων παιχνιδιατόρων, αναλόγως του ταλέντου εκάστου;

Ούτε επικράτησε, κυριάρχησε δίχως λόγο, έγινα πασπαρτού το τετράχορδο μπουζούκι. Απόλυτη τυποποίηση και ρηχή κωδικοποίηση παιξίματος, ανόητη ευκολία και άχρηστη ταχύτητα, ηλίθια επίδειξη άδειας δεξιοτεχνίας σε μια εποχή, που την ενδιαφέρει σχεδόν απόλυτα η ισοπέδωση, ο χαβαλές και ο χυλός. Θα μου πείτε τώρα, υπήρχε παρόμοια με την σημερινή ατμόσφαιρα τις δεκαετίες του 1950 και 1960, που καθιερώνεται το τετράχορδο μπουζούκι; Δεν συνιστά το ανωτέρω πρωθύστερη εκτίμηση; Ο Επίσημος Πολιτισμός προσπαθεί να περάσει ανέκαθεν και με όλα τα μέσα τον εξωβελισμό κάθε λαϊκού στοιχείου. Η πολιτιστική αντιπαράθεση συνεχίζεται με κάθε μέσο μέχρι τις μέρες μας και δεν πρόκειται να σταματήσει όσο ο Λαϊκός Πολιτισμός, παρά την διάλυση κάθε λαϊκής αντίδρασης, παρά το ταξικό κώμα του όχλου, παρά τον ολοκληρωτικό του αποκλεισμό από τα Μέσα Μαζικής Εξαχρείωσης (Μ.Μ.Ε.) και τα Μέσα Κοινωνικής Μαλακίας (Social Media) εξακολουθεί ν΄ ανθοβολεί υπόγεια μα δυναμικά. Έτσι δεν συνέβαινε, άλλωστε, από την ίδρυση της αποικίας Γκραικυλίας μέχρι σήμερα; Το κάθε πολιτιστικό και άλλο φαινόμενο δεν συνιστά ξαφνική παρθενογένεση ένα βροχερά βράδυ του Σαββάτου. Εμφανίζεται, δουλεύεται, προωθείται και κυριαρχεί ή όχι βήμα το βήμα και ανάλογα πάντα με τις πολιτιστικές, πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες.

Ο τάχα καλός-στην ουσία σαχλός και ταξικά επικίνδυνος-ελληνικός κινηματογράφος δεν είναι ισχυρός μοχλός εξάρθρωσης της λαϊκής συνείδησης και του πολιτισμού; Πώς εξηγείται ότι σε η παγκόσμιο επίπεδο  βιομηχανοποιημένη μουσική, η αποδιάρθρωση, σαλαμοποίηση, η δηλητηρίαση και τελικά ομογενοποίηση των επί μέρους μουσικών ρευμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο επικράτησε, κυριάρχησε με την βοήθεια του σινεμά. Πολύ περισσότερο στις υπανάπτυκτες και τριτοκοσμικές ευρωπαϊκές χώρες προχωρά αλματωδώς μετά το 1950 συνδυάζεται και με τον αμφίδρομο γαλβανισμό της λαϊκής συνείδησης. Τα μπουζούκια παίζουν σημαντικό ρόλο καθώς σε όλες τις ταινίες κατά τεκμήριο οι ήρως πάνε σε ένα λαϊκό κέντρο για να γλεντήσουν. Εμπορικά τραγούδια αναίτιου κοπετού και χαβαλέ της «ινδοπρεπούς» καψούρας και σκυλάδικης μελούρας της περιόδου 1955-1975 ανάμεικτων με υποτιθέμενους μοντέρνους ρυθμούς, κυρίως λάτιν και ροκ, μέχρι τα σημερινά σκυλοπόπ, όλα αφόρητα τυποποιημένα και τελικά κανιβαλισμός παραδοσιακών ή και λόγιων συνθέσεων άλλων λαών.

Χάνει σε συναισθηματικές εκπομπές το τετράχορδο μπουζούκι. Αυτός ο μοναδικός βαρύς, μελαγχολικός, δωρικός, ανδροπρεπής ήχος, ο πλήρης λεπτών συναισθηματικών αποχρώσεων. Η εκτόνωση της πίκρας και του καημού, το παθογόνο και τεχνογόνο μεράκι, που τα λέει όλα με πληρότητα, πολύτροπα και πολύχρωμα σε ένα τρίλεπτο λαϊκό αριστούργημα. Αλλά και στην έκφραση της χαράς το τρίχορδο μπουζούκι με την πενιά του σηματοδοτεί το βαθύ πηγάδι, που βγαίνει με πολύ κόπο, ποιος ξέρει με πόσες θυσίες η παροδική χαρούμενη έκφραση, η εφήμερη λύτρωση και η στιγμιαία εκτόνωση των χαροκόπων σε συνάρτηση με το γλέντι της παρέας. Στο τετράχορδο μπουζούκι όλα ή σχεδόν όλα είναι από επιμελώς επίπλαστα έως προκλητικά χαζοχαρούμενα. Άσκοπο και κυρίως καλλιτεχνικά άχρηστο τρεχαλητό του εν λόγω οργάνου και της ορχήστρας σε επιπόλαιη έκφραση, τρίλιες, δακτυλισμοί, ανόητη δεξιοτεχνία, που θάβει το βαθύ συναίσθημα. Σολάρισμα και μπουζούκι. Το τρίχορδο είναι το κύριο όργανο της κομπανίας, της κατά τεκμήριο ολιγομελούς ορχήστρας, παίζει την μελωδία και τα άλλα απλώς συνοδεύουν ή διαλέγονται, «μιλούν», απαντούν ανάλογα με την εξέλιξη του άσματος. Αντίθετα στην πορεία της μουσικής εξέλιξης το τετράχορδο γίνεται κομμάτι της ορχήστρας, στην αρχή σολάρει, αναλύεται σε στείρα δεξιοτεχνία, παίζει ρόλο βασικό αλλά σιγά-σιγά υποχωρεί, φθάνει σε όχι λίγες στο πέρασμα του χρόνου ακραίες περιπτώσεις να ρίχνει μερικές μόνο «μπουζουκιές» σε μια φύρδην μίγδην ορχήστρα, όπου κυριαρχούν τα κρουστά, όχι φυσικά τα παραδοσιακά και λαϊκά με τις όμορφες εκφάνσεις και ρυθμικές εκφράσεις, αλλά τα ντραμς και τα άλλα εκκωφαντικά του Αμερικάνικου Τρόπου ζωής. Κι αν ο Μανώλης Χιώτης ήταν αναμφισβήτητα μέγας παιχνιδιάτορας, έστω κι αν πήγε συνολικά χαμένος ή δεν έδωσε τελικά όσα μπορούσε,  το τί ακολούθησε δεν λέγεται! Μάλλον το ζήσαμε και ακόμα το ζούμε! Ο κάθε ατάλαντος έγινε σολίστας παραβγαίνοντας  με τους ομοίους του!

Ο μύθος της δεξιοτεχνίας. Τάχα με το τετράχορδο μπουζούκι γίνονται διπλοπενιές και τριπλοπενιές. Ποιος ο λόγος; Υπάρχουν και άλλα μουσικά όργανα αξιότερα να τρέχουν κατοστάρι στην συγκερασμένη μελωδία. Άλλος είναι ο ρόλος του μπουζουκιού. Δεν είναι να τρέχουν με άγχος τα δάκτυλα στις χορδές και στα τάστα και να βγαίνει ήχος λες και σπάζουν τζάμια ή ρίχνουν πέτρες σε τσίγκους. Είναι τεράστιο πισωγύρισμα και από τον γόνιμο αυτοσχεδιασμό. Οι συγχορδίες του Δελιά, του Τσαούς, του Βαμβακάρη, αλλά και του Τσιτσάνη, του Παπαϊωάννου, του Μπαγιαντέρα, του Μητσάκη και άλλων τριχορδάδων είναι αξεπέραστες σε ύφος, συναίσθημα αλλά και δεξιοτεχνία, ενώ τους τετράχορδους δακτυλισμούς, τις τρίλιες και το κρεσέντο άγονης ταχύτητας τα παίζουν όλοι οι καλοί σύγχρονοι μπουζουξήδες, εκτός από τους  καλαμπόρτζους! Είναι θέμα εξάσκησης και όχι ταλέντου.

Το αίσθημα, το μεράκι και η όποια ουσιαστική δεξιοτεχνία, πρωτίστως οι περίτεχνοι αυτοσχεδιασμοί, πραγματώνονται ουσιαστικά, αισθητικά άρτια και μας «πειράζουν» συναισθηματικά κυρίως, αν όχι μόνο στο τρίχορδο μπουζούκι. Το τετράχορδο έπαψε ουσιαστικά να είναι κλασικό μπουζούκι, αλληθωρίζει σε άλλα μουσικά μονοπάτια, φλερτάρει άλλα όργανα δίχως λόγο. Γιατί να γίνεται, να παίζει σε ρόλο κιθάρας, αφού αυτή σε ό,τι της αναλογεί, στο μέρος της ανταποκρίνεται καλύτερα στις συγκεκριμένες απαιτήσεις της ορχήστρας; Η ευκολία, η τυποποίηση, ο τυφλοσούρτης, η… μέθοδος  εκμάθησης είναι απηνείς εχθροί του συναισθήματος. Στο τρίχορδο παίζεις με την πένα στις χορδές της ψυχής, στο τετράχορδο δουλεύει συνηθέστατα δημοσιοϋπαλληλική ρουτίνα σε προβλέψιμους, ευκολομάθητους, κυρίως εύπεπτους για τον όχλο ρυθμούς.

Στροφή μετά το 1980, στο ρεμπέτικο τραγούδι, δεν επικράτησε το τετράχορδο, τα νέα παιδιά προτίμησαν το τρίχορδο. Μένει το μεγάλο και πλούσιο κεφάλαιο του λεγόμενου «έντεχνου» τραγουδιού και της νεώτερης μουσικής εξέλιξης. Στα μεγάλα μουσικά έργα του Μίκη, του Μάνου και των επιγόνων τους, των νεώτερων συνθετών μέχρι σήμερα και το τετράχορδο, που κυριαρχεί, μπουζούκι, παίζει, αυγατίζει, αναπτύσσει συνήθως την πλούσια κληρονομιά του τρίχορδου. Ναι μεν οι πιο εύκολες και εν γένει πλούσιες πενιές του τετράχορδου αλλά χωρίς φλύαρες δεξιοτεχνίες, στείρους δακτυλισμούς και τρεχάλα επί χορδών και τάστων. Λιτή, όσο το δυνατόν, δωρική, στακάτη μελωδία, που να υπηρετεί αρμονικά τον στίχο, την εκτέλεση, την ερμηνεία, το τραγούδι. Όχι ότι δεν υπάρχει και η άλλη όψη, αλλά αυτήν επικρατεί πλέον στα σκυλάδικα, στα ποπάδικα και λοιπά κέντρα υποκουλτούρας.  Για το ρεμπέτικο, δεν το συζητάμε! Τρίχορδο και ξερό ψωμί! Δίνει άλλο αίσθημα. Και οι μεγάλοι τετράχορδοι ξέρουν καλά το τρίχορδο και από αυτό ματίζουν ιδέες, πενιές και ύφη στο τετράχορδο, όταν παίζουν σε τωρινές μουσικές σκηνές.