Διαβάζοντας έναν οικουμενικό ποιητή
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές όχι μόνο της νεοελληνικής, αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Κατόρθωσε να προβάλλει στη ποίηση του καταστάλαγμα της εμπειρίας του, που προέρχεται από έναν ευρύ ιστορικό, αλλά και από έναν ευρύ σύγχρονο χώρο. Θα προσπαθήσουμε να δώσουμε ορισμένα δείγματα από την ποιητική του, την τέχνη δηλαδή της ποίησής του. Συγκεκριμένα θα εξετάσουμε τις θεωρητικές αρχές και τους κανόνες, που ακολουθεί, καθώς και τις τεχνικές και τους εκφραστικούς τρόπους, που χρησιμοποιεί, για να συνθέσει το αξιόλογο έργο του και για να δημιουργήσει το δικό του προσωπικό ύφος. Πρέπει ωστόσο να αναφέρουμε ότι ο Καβάφης ήταν αντίθετος με το να «νομοθετήσει» γύρω από την καλλιτεχνία. Κανένας, έλεγε, δεν είναι ικανός να πει πού αρχίζει η καλλιτεχνία και προ πάντων πού τελειώνει. Έγραψε, βέβαια, το 1903 ένα κείμενο, την «ποιητική», σχεδιασμένο να χρησιμοποιηθεί ως προσωπικός οδηγός.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης, ποιητής του εργαστηρίου, έγραφε και ξαναέγραφε τους στίχους του, για να πετύχει την ακρίβεια και την πυκνότητα του νοήματος. Είχε επίγνωση για τις ατέλειες κάθε ποιήματος. Γι’ αυτό κατά τη διορθωτική του εργασία οδηγούνταν στη συμπληρωματική διαδικασία του «φιλοσοφικού» ελέγχου. Πρόκειται για μια διαδικασία, για μια μέθοδο. Με τον πρώτο αυτόν κανόνα απέβλεπε στο να εξασφαλίσει τη λογική σύνδεση στις επί μέρους νοηματικές ενότητες του ποιήματος. Επίσης έδινε μεγάλη σημασία στη μορφική επεξεργασία του ποιήματος επηρεασμένος από τον γαλλικό παρνασσισμό. Επιδιώκοντας, λοιπόν, την ενότητα περιεχομένου και μορφής στο ποίημα απαιτούσε να απομακρύνει όλα τα σφάλματα, που παρεμπόδιζαν να κάνει το μήνυμά του ακριβές και μεταδόσιμο.
Ακολουθώντας την αρχή του Έντγκαρ Πόε, σύμφωνα με την οποία η ομορφιά είναι το πεδίο της ποίησης, αρχή που απέκλειε το γράψιμο μακρών ποιημάτων, ο Καβάφης γράφει σύντομα ποιήματα. Αυτός ο ποιητικός τύπος βέβαια μας παραπέμπει στον Ηρώνδα, στον Θεόκριτο και κατ’ ουσίαν στην κλασική λυρική ποίηση. Τα επιτύμβια μάλιστα ποιήματα του Καβάφη είναι από τα ωραιότερά του. Το πρότυπο που αναδύεται μέσα από την «Ποιητική» του, αλλά και από τη μελέτη του ποιητικού του έργου είναι ότι η ποίηση είναι έργο ζωής εν προόδω. Έτσι το καβαφικό έργο πρέπει να διαβάζεται και να κρίνεται όχι σαν μια σειρά από χωριστά ποιήματα, αλλά σαν ένα και μόνο ποίημα εν προόδω. Σαν ένα μεγάλο ποίημα που αποτελείται από επί μέρους κομμάτια. Η ποίηση του, δηλαδή, είναι ένα ενιαίο έργο σε εξέλιξη. Η ενότητα οφείλεται σε σταθερά επανερχόμενα μοτίβα με μικρές παραλλαγές. Αξίζει να σημειώσουμε ότι η πρώτη διαμόρφωση της ιδέας του ποιήματος εν προόδω εμφανίζεται το 1891.
Κατά την πρώιμή του περίοδο (1891-1910) είναι φανερή η τεχνική των πολλαπλών αντιθέσεων, που χρησιμοποιεί για να συνθέσει τα ποιήματα. Τεχνική που, ως σύστημα θεματικών, ψυχολογικών και συναισθηματικών αντιθέσεων, θα διατηρηθεί μέχρι την ύστερη φάση της ποίησής του. Εμπλουτίζεται, ωστόσο, με δραματικές λεπτομέρειες και άλλες λεπτές διακρίσεις. Κατά την πρώιμη περίοδο ο Καβάφης χρησιμοποιεί τις καθαρές αντιθέσεις ως κύριο εκφραστικό μέσο. Σπουδαίο ρόλο στην τέχνη του παίζει η μνήμη, από άποψη θεματική και αισθητική. Όταν διαβάζουμε τα ποιήματα του Καβάφη, αισθανόμαστε την παρουσία του ποιητή, που γράφει μέσα από την ανάμνηση και την ανάπλαση. Μέσα από τη μνήμη θα αποσπάσει και θα διατηρήσει τις αγαπημένες στιγμές του προσωπικού του παρελθόντος. Όταν οι περιστάσεις το απαιτούν, καταφεύγει στην ανάπλαση δραματικών επεισοδίων την παλαιότερης ιστορίας, για να τα αφήσει να ενεργήσουν ως φορείς προσωπικών γεγονότων. Η αισθητική, λοιπόν, αξία της μνήμης είναι καθοριστικός παράγοντας στη δημιουργία και στην ανάπλαση του κόσμου του.
Μια άλλη τεχνική είναι αυτή, με την οποία ενσωματώνει ξένα κείμενα. Την πρωτοσυναντούμε στο ποίημα «Αλληλουχία κατά τον Βοδελαίρον». Αργότερα θα γίνει ένα από τα κύρια γνωρίσματα της καβαφικής τέχνης. Με τη διακειμενική αυτή γραφή ενσωματώνει ολόκληρα κείμενα του αρχαίου λόγου όχι ως παραθέματα, αλλά ως βασικά στοιχεία, για να δημιουργήσει το δικό του ποίημα. Στην προκειμένη περίπτωση κινητοποιεί την τεχνική της αναδημιουργίας. Γιατί δεν δημιουργεί κάτι δικό του, αλλά αναδημιουργεί και γράφει από τη βάση ενός προηγηθέντος κειμένου. Ο ίδιος αποσύρεται στο περιθώριο και γίνεται σύγχρονος σχολιαστής και ένας οδηγός για τη σημερινή ανάγνωση και για τη σωστή αναπαράσταση της ζωής και του παρελθόντος. Επίσης στα ποιήματα που στηρίζονται στην παραδομένη Γραμματεία ο Καβάφης μετατοπίζει την ευθύνη της ανίχνευσης του άμεσου περιβάλλοντός του στα μυθικά και ιστορικά πρόσωπα. Πρόκειται για προσωπεία του (π.χ. Το ανέκδοτο ποίημα «Ποσειδωνιάται»). Συγκεκριμένα μια ή πολλές συναφείς προσωπικές του εμπειρίες τις επενδύει σ’ ένα σχήμα ή μια διατύπωση άλλου καιρού ή άλλης περιοχής. Αυτή η ξένη πηγή λειτουργεί σαν παρόρμηση για την ακουστική του φαντασία.
Αυτή η τεχνική θα μπορούσε να οριστεί και ως «λογοτεχνική αναπαράσταση» των ιστορικών γεγονότων. Συχνά σ’ αυτή την αναπαράσταση από τον Κωνσταντίνο Καβάφη διακρίνεται έκδηλη «θεατρικότητα». Συνιστώσες αυτής είναι: Πρώτον, η χρήση «διαλογικού στοιχείου» άμεσα ή υπαινικτικά δοσμένου. Δεύτερον, το προσεκτικό στήσιμο των σκηνικών. Τρίτον, η ανέλιξη της δραματικής υπόθεσης και τέταρτον η λεπτομερειακή όσο και διεισδυτική, διαγραφή των χαρακτήρων. Στην παραπάνω λογοτεχνική ποιητική που εξαρτάται από την παράδοση αντιστοιχεί ο λυρικός τύπος του ποιήματος. Τα ποιήματα της λυρικής κατηγορίας διακρίνονται από την καλλιέργεια του ύφους τους. Το ποίημα αναπτύσσεται συνήθως ως εξομολόγηση. Δεν υπάρχει σύγκρουση δραματική. Η δραματικότητα, που υπάρχει, προκύπτει από τις αστάθμητες δυνάμεις, όπως είναι η τύχη, οι προσωπικές αδυναμίες και οι περιστάσεις.
Υπάρχει ακόμη και η ρητορική ποιητική. Σ’ αυτήν ανήκει και ο τύπος του αποδεικτικού, δηλαδή του αφηγηματικού ποιήματος. Είναι ο αντίποδας του λυρικού. Τα θέματα προέρχονται από την περιοχή «παντός επιστητού», από τα ιστορικά και κοινωνιολογικά ως τα φιλοσοφικά και αισθητικά. Η πλοκή είναι χαλαρή και η γραφή θυμίζει άλλα είδη, όπως μυθιστορία, κριτική, τεχνοκριτική, δράμα. Στο τέλος τα είδη αυτά καταλήγουν σε ρητορικά γυμνάσματα. Η παραπάνω ποίηση είναι φορτισμένη από προτροπές-αποτροπές, προσφωνήσεις και αντιφωνήσεις, λόγους και αντίλογους, ρητορικά σχήματα κ.λπ. Ο τύπος του αφηγηματικού ποιήματος αποσκοπεί στο να δείξει και να αποδείξει. Είναι ποίημα-ρητορεία ή ομιλία. Ο ομιλητής τώρα πρωτοστατεί άλλοτε ως μεσολαβητής και άλλοτε ως δράστης. Η αφήγησή του παρακολουθεί μια δράση που συμβαίνει όχι σε ένα-του εγώ-αλλά σε πολλά κέντρα του κόσμου.
Αξίζει να σημειώσουμε επίσης ότι ο Καβάφης από τον διδακτικό μονόλογο, στις αρχές του 20ού αιώνα (βλ. τα ποιήματα: «Η πόλις», «Ιθάκη», «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον»), όπου η persona απευθύνεται σε κάποιο δεύτερο πρόσωπο, περνά στα ώριμα χρόνια σε αφηγήσεις, σε δραματικούς μονόλογους σε πρώτο πρόσωπο σαν εκείνους που έχουν ως επίκεντρο τη σύγχρονη Αλεξάνδρεια. Πρέπει ακόμη να προσθέσουμε ότι στα λυρικά ή εξομολογητικά ποιήματα κυριαρχεί ο χρόνος, ενώ στα αποδεικτικά ή αφηγηματικά αντίθετα κυριαρχεί ο χώρος.
Τρία πορτρέτα του Ποιητή, από αριστερά του Κωνσταντίνου Μαλέα (1923)
του Νίκου Εγγονόπουλου (1948) και του Μίμη Ματσάκη (1932).
Μελετώντας κανείς τη φύση του ποιητικού λόγου του Καβάφη δεν είναι δυνατόν να μη προσέξει την ειρωνεία του. Η ειρωνεία είναι η προσποιητή σοβαρότητα και ανήκει στα είδη του κωμικού λόγου. Ο Καβάφης μέσα από αυτή βλέπει ψυχρά τα πράγματα. Ελέγχει, χλευάζει και εκφράζει τη χαιρεκακία του. Η ειρωνεία του, κατά τον Γιάννη Δάλλα, είναι ισοδύναμη με τη σωκρατική και την τραγική ειρωνεία. Άτομα, ηγεμόνες και λαοί, ανίκανοι να δημιουργήσουν ένα καλύτερο επίπεδο ζωής, είναι ο απώτερος στόχος της πολεμικής του Καβάφη. Είναι η πικρή ειρωνεία του ανθρώπου, που έχει συνείδηση της ματαιότητας των εγκοσμίων, η φιλοσοφική ειρωνεία ενός ηδονοθήρα, που ξέρει και έχει νιώσει κατάβαθα ότι τίποτα δε διαρκεί, η τραγική ειρωνεία ενός καταδικασμένου που άκουσε πια τα βήματα των Εριννύων.
Στην ποίηση το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στη γλώσσα. Ο ποιητής μέσω του λόγου του αφομοιώνει και ενεργοποιεί σκόπιμα το γλωσσικό υλικό. Ο Κ. Καβάφης συγκεντρώνει το ενδιαφέρον του στη λέξη αυτή καθ’ εαυτή. Είναι λάτρης των λέξεων. Παίρνει π.χ. μια λέξη ή μια ενιαία έκφραση, όπως το «ούτος εκείνος» και τη βάζει τίτλο, τη χρησιμοποιεί ως προμετωπίδα, χωρίς να αποκλείεται η λέξη αυτή ή η ενιαία έκφραση να στάθηκαν αφορμή, για να γίνει το ποίημα. Άλλοτε η λέξη ή η έκφραση δίνεται αυτούσια κι άλλοτε ελαφρά παραλλαγμένη. Η επανάληψη μέσα στο ίδιο ποίημα είναι ένας από τους συνηθισμένους τρόπους αξιοποίησης και προβολής των λέξεων. Η επαναλαμβανόμενη λέξη μπορεί να είναι από τις κοινότερες. Για παράδειγμα το ρήμα είναι. Επάνω του είναι κτισμένο ως ένα βαθμό ένα ολόκληρο ποίημα, όπως το: Ήρθε να διαβάσει.
Δεν είναι μόνο οι ρίζες των λέξεων που τραβούν την προσοχή του. Τον ενδιαφέρουν και οι κατηγορίες των λέξεων, οι τύποι, οι καταλήξεις, κλιτικές και παραγωγικές. Είναι κι αυτά φορείς ποιητικότητας, μέσα συνεκτικότητας και συνοχής. Τη φροντίδα όμως για τη λέξη την εκδηλώνει ο Καβάφης περισσότερο από κάθε τι άλλο χρησιμοποιώντας συνώνυμα. Δεν υπάρχει σχεδόν ποίημα που να ξεφεύγει εντελώς από κάποιο βαθμό ή κάποιο τύπο συνωνυμίας κοντινό ή σε απόσταση. Ο ποιητικός λόγος του Καβάφη διακρίνεται για τη λιτότητα. Η αίσθηση του περιττού είναι ανεπτυγμένη στον Καβάφη, όσο σε κανέναν άλλο. Προσπαθεί να δώσει ό,τι του απασχολεί το μυαλό με τα λιγότερα λόγια. Δεν βρίσκει κανείς σ’ αυτόν λέξεις, που να περισσεύουν. Το πράγμα είναι μοναδικό στην ελληνική ποίηση. Ελάχιστα ίσως ποιήματα δεν θα σου επέτρεπαν να αφαιρέσεις ή να αντικαταστήσεις λέξεις με την απαραβίαστη εντέλεια τους, όπως είναι, παρά τις στιχουργικές δεσμεύσεις, η «Λήθη» του Μαβίλη. Η λιτότητα αυτή, εκτός από την προσεκτική επιλογή των λέξεων, επιτυγχάνεται σε μεγάλο βαθμό με την απουσία πολλών επιθέτων. Όσα, όμως, επίθετα χρησιμοποιεί, είναι κυρίως προσδιοριστικά. Αποδίδουν άμεσα χαρακτηριστικά ή κύριες ιδιότητες ουσιαστικών. Χρησιμοποιούνται με στόχο την ακριβολογία και τη ρεαλιστική περιγραφή.
Στα ώριμα ποιήματα της τελευταίας περιόδου του (1919-1933) κυριαρχεί ο πιο γυμνός ρεαλισμός, Μια αστόλιστη περιγραφή προσώπων και πράξεων. Τα πρόσωπα εμφανίζονται, χωρίς κανένα ηρωικό στοιχείο, και αγωνίζονται, σαν καθημερινές υπάρξεις. Γενικά τα ίδια τα πράγματα διηγούνται την ιστορία τους. Δεν πρέπει ωστόσο να παραγνωρίσουμε την υποβλητικότητα, που ασκεί ο Κωνσταντίνος Καβάφης στα ποιήματά του. Την πετυχαίνει με τη συνειδητή, την εύστοχη επιλογή των λέξεων σε σημασιολογικό επίπεδο. Οι συνδηλώσεις μάς οδηγούν σε έναν ορισμένο τόπο και χρόνο. Όσο για την εικόνα που σχεδιάζει, προσθέτει με άκρα προσήλωση «μικρές πινελιές» και τοποθετεί τα χρώματα με τόση ευσυνειδησία, ώστε δε μένει τίποτα, για να το φαντασθούμε εμείς. Εδώ εκδηλώνεται μια τεχνική του Καβάφη, που στηρίζεται ακριβώς στη λεπτομέρεια. Μέσα από τη λεπτομέρεια δημιουργεί την υποβολή και επιβάλλει τη δική του φαντασία.
Τέλος κορυφαία κατάληξη της ποιητικής του Κ. Καβάφη είναι ο πρωτοφανής συγκρητισμός. Ένας πολυδιάστατος συγκρητισμός που δίνει στην ποίησή του μια μνημειώδη οικουμενικότητα. Τον συγκρητισμό ο Καβάφης τον εφαρμόζει σε όλες τις πτυχές της ποιητικής του δημιουργίας: μείξη διαλέκτων καθαρεύουσας και δημοτικής, προφορικού και γραπτού λόγου. Συγκρητισμός, δηλαδή μια ανάμειξη στην τεχνική, στα θέματα και τα νοήματα. Δημιουργεί μια πρωτότυπη πολυφωνία, ένα πρωτότυπο ύφος, και μια ποίηση υπερμοντέρνα. Έτσι αναδείχθηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές του 20ού αιώνα.
—————–
* Ομιλία στο Γαλλικό Ινστιτούτο Λάρισας στις 4 Δεκεμβρίου 2023 στα πλαίσια του αφιερώματος που οργάνωσε το Πνευματικό Εργαστήρι Εκπαιδευτικών Νομού Λάρισας για τα 160 χρόνια από τη γέννησή του και τα 90 χρόνια από τον θάνατό του.