Πολλοί αναγνώστες «ψοφάνε», πολύ γουστάρουν να ταξιδεύουν, να χάνονται με μιας σε λεγόμενα εξωτικά, σε σχετικά άγνωστα, δυσπρόσιτα ή τέλος πάντων μακρινά μέρη, να γνωρίζουν, να… μετέχουν έστω και στιγμιαία στους διαφορετικούς πολιτισμούς, τα ήθη και έθιμα αλλά και σε θεωρούμενες πιο σκληρές κοινωνικές και άλλες καταστάσεις από την δική τους ρουτίνα. Σε ό,τι αφορά τα εγχώρια αναγνωστικά ειωθότα μάλλον σχετίζεται και με το Ομηρικό μας «κουσούρι»:
«πολλῶν δ᾿ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω,
πολλὰ δ᾿ ὅ γ᾿ ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν».
Δημοσιογραφικά και στατιστικά για την Κολομβία γράφονται καθημερινά αρκετά, όχι και τόσο κολακευτικά, κυρίως για συμμορίες των ουσιών και πολιτικές αναταράξεις με ευθύνη των βαρόνων της κόκας. Είναι, άραγε, λίγο όλο αυτό, ως κίνητρο και αφετηρία, για να σε κάνει να θέλεις να «ζήσεις» έντονα λίγες στιγμές της ιστορικής πορείας της χώρας; Αρκεί, φυσικά, να σου δίδονται με αμεσότητα, ταλέντο, αισθητική πληρότητα, δυναμική κοινωνική γεύση. Όπως καλή ώρα συμβαίνει στα βιβλία, που κυριολεκτικά απολαύσαμε πρόσφατα «παρά θίν’ αλός» στο λατρευτό μας Πόρτο Ράφτη: Αρμάντο Ρομέρο: «Μια μέρα στους σταυρούς» και «Καχάμπρε» (από τις εκδόσεις Τόπος), αμφότερα σε μετάφραση της Αγαθής Δημητρούκα και το πρώτο με προλογικό σημείωμα του Άλβαρο Μούτις.
Ο ποιητής, πεζογράφος και κριτικός Αρμάντο Ρομέρο γεννήθηκε στο Κάλι το 1944 και την δεκαετία του 1960 συμμετείχε στην πατρίδα του στην αρχική ομάδα του τότε πρωτοποριακού κινήματος του Ναδαϊσμού. Έχει ταξιδέψει και κατοικήσει σε πολλές χώρες του κόσμου, κυρίως στο Μεξικό, την Βενεζουέλα και την Ελλάδα, στην οποία έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα και ποιητικές συλλογές, ορισμένες και με ελληνικό θέμα. Είναι επίτιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Σινσινάτι των Η.Π.Α., όπου και ζει. Τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερου περιπετειώδους μυθιστορήματος στο Φεστιβάλ Λατινικού Βιβλίου (Νέα Υόρκη, 2005), επίσης με το βραβείο Concejo de Siero, to 2012. To «Μια μέρα στους σταυρούς» και το «Καχάμπρε» είναι τα πρώτα έργα του, που μεταφράζονται στα ελληνικά. Και το «Μια μέρα στους σταυρούς» γράφεται, όπως ο ίδιος ο δημιουργός του σημειώνει στην Αττική από 15 Φεβρουαρίου έως τις 2 Ιουνίου 1991 και στον «Κόκκινο Βράχο» του Αιγαίου, στην Ικαρία από τις 4 Ιουλίου έως τις 27 Αυγούστου 1991. Από τις εκδόσεις «Τόπος» εξαγγέλλεται ότι οι ποιητικές συλλογές του Α. Ρομέρο, που έχουν ελληνικό θέμα, θα εκδοθούν προσεχώς σε ένα τόμο πάλι σε μετάφραση Αγαθής Δημητρούκα. Έχει σημασία να σταθούμε στο σχετικά άγνωστο στο εγχώριο κοινό κίνημα του Ναδαϊσμού, μια καλλιτεχνική ομάδα, που είχε στόχο να αφυπνίσει τον κόσμο, «να δώσει μια κλωτσιά στον κώλο της κοινωνίας», αλλά τελικά μετήρχετο φασιστικών μεθόδων, κάψιμο ανεπιθύμητων βιβλίων κ.λπ.
“Μια μέρα στους σταυρούς”
Η πολιτική και κοινωνική διάσταση του Ναδαϊσμού στην Κολομβία και στην Λατινική Αμερική είναι από τα κινητήρια ζητήματα της υπόθεσης του βιβλίου, πηγάζει μέσα από τις δυνατές εικόνες στο εν λόγω έργο μα δεν επιμένουμε στην κριτική και ιδεολογική παρουσία του. Καλύτερα να το ζήσετε, να το απολαύσετε διαβάζοντας το «Μια μέρα στους σταυρούς». Η υπόθεση είναι απλή, σε μεγάλο βαθμό συνήθης μα και με υποφώσκοντα ταξικό δυναμισμό, όπως συχνά συμβαίνει στους πάλαι ποτέ αγωνιζόμενους όχλους-λαούς της οικουμένης και ιδιαίτερα στην πολύπαθη Λατινική Αμερική. Στο Κάλι της Κολομβίας, στο γύρισμα της δεκαετίας του 1950, μητέρα με τα δυο παιδιά περιμένουν κλειδαμπαρωμένοι στο σπίτι τους τον πατέρα να γυρίσει από την δουλειά. Συσκότιση, απαγόρευση κυκλοφορίας, απόλυτος φασισμός, οι δρόμοι γεμάτοι νεκρούς, η αιματηρή περίοδος στην Κολομβίας, που ονομάστηκε «Λα Βιολένσια». Στην δεύτερη φάση, φοιτητής πια ο κεντρικός ήρωας, ο Ελίψιο καταδιωκόμενος από την αστυνομία και τον στρατό καταφεύγει στην σπίτι της κοπέλας του, αλλά τελικά δεν γλιτώνει την σύλληψη, φυλακίζεται αλλά κατορθώνει να δραπετεύσει. Και στο τρίτο μέρος προσπαθεί ως ο δραπέτης να διασωθεί και να επιβιώσει. Σο μυθιστόρημα ο Α. Ρομέρο εικονογραφεί μόνο 3 διαφορετικές μέρες σε ισάριθμες διαφορετικές δεκαετίες. Ένα ταξίδι ανάμεσα στην μυθοπλασία, την ιστορία και την ποίηση για μια κρίσιμη όσο και αποσιωπημένη περίοδο του εμφύλιου πολέμου της Κολομβίας. Σε μόλις 220 μεστές σελίδες.
Θυμηθείτε τον άλλο, τον Ιρλανδό, που περιγράφει μόνο μια μέρα του ήρωά του σε 1200 σελίδες και το θεωρούνε αριστούργημα, τρομάρα τους! Δεν το γράφουμε τυχαία. Δεν είναι θέμα ποσότητας, αλλά ταλέντου, αισθητικής και ποιότητας. Έχουμε συνηθίσει να χανόμαστε σε ογκωδέστατα και πολυσέλιδα έργα λογοτεχνικά, με σχοινοτενής πλοκές, και δεκάδες παρενθετικές ιστορίες, με απλά λόγια είναι της μόδας να βρίσκουν έναν ήρωα και να πλέκουν γύρω από την χαλαρή του υπόθεση ένα σωρό παράλληλες υποθέσεις, που αν αφαιρέσει λόγου χάρη καναδυό από δαύτες δεν χάθηκε και ο κόσμος! Συμφέρει και… εκδοτικά και… αναγνωστικά. Δίνει, που δίνει ο άλλος σε εποχή κρίσης και που ελάχιστοι πλέον διαβάζουν, το κατά μέσο όρο 20άρικο να πάρει βιβλίο, ας μπουκωθεί με 500-800 σελίδες και να χορτάσει και να μην έχει ανάγκη να πάρει άλλο σε 4 μέρες! Είναι κανόνας στην εγχώρια βιβλιοπαραγωγή με κυκλοφορούντα… εκδοτικά τούβλα με άπειρες συρραμμένες μελωμένες απιθανότητες.
Πολύ μας άρεσε ο τρόπος αφήγησης του Αρμάντο Ρομέρο. Όχι, δεν είναι-πάντα με την αισθητική μας αντίληψη-ο μοναδικός και ο ανυπέρβλητος συγγραφέας, διαθέτει, όμως, αφηγηματικό ταλέντο, αμεσότητα, ζωγραφίζει μεστά και όμορφα καθημερινές εικόνες και μάλιστα από κοινωνία, που είναι σχετικά άγνωστη σε μας, σε εντελώς διαφορετική φάση από ό,τι εμείς διάγουμε. Επιστρέφουμε στην αρχική μας θέση για την κλίση, που δείχνουν πολλοί αναγνώστες να γνωρίσουν άλλες χώρες και όχλους-λαούς, να έχουν άμεση μέθεξη σε καταστάσεις, που ίσως θεωρούν, με δικά τους «δυτικά» κριτήρια, ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν, με συγγραφείς, που ξεφεύγουν από τον μέσο όρο του καθένα από μας.
Ως προς την αφήγηση των καταστάσεων, πρωτίστως ως προς την γλώσσα έχουμε σε πολύ μεγάλο βαθμό να κάνουμε με μια υπόθεση του υποκόσμου, που ίσως μας θυμίζει, πάντα κατά πολύ μεγάλη σχετικότητα και αναλογία και παλιότερες δικές μας μόνο πολιτιστικές καταστάσεις, αλλά προφανέστατα όλα αυτά δεν μπορούν να διαπεράσουν την μετάφραση, σε κάθε γλώσσα, όχι μόνο την ελληνική. Δεν το… αφήνει να πέσει αυτό κάτω ο Αλβάρο Μούτις και στον πρόλογο σπεύδει να σημειώσει ότι το να γράφεις στην γλώσσα του υπόκοσμου «δεν σημαίνει απαραίτητα ότι διαβάζουμε ένα μυθιστόρημα για αυτόν τον πολύπλοκο και παραβατικό κόσμο, ο οποίος δεν μπορεί να μας αποκαλυφθεί απλώς και μόνο μεταγράφοντας σε τοπική “αργκό” μερικά ασύνδετα και θλιβερά επεισόδια. Ούτε, επίσης, η λεπτομερής περιγραφή των λαβυρίνθων του σοδομισμού και της νοσηρότητας, στους οποίους χάνεται ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων της Κολομβίας, εκβάλλει αναγκαστικά σε ένα αξιόλογο και ευανάγνωστο μυθιστόρημα». Επιμένουμε, δίνουμε έμφαση σε τέτοιου είδους βαθειές επισημάνσεις ενθυμούμενοι, έχοντας υπόψη κάτι δικούς μας… συγγραφάρες, ρεμπετολάγνους Ελληναράδες!
Για να μην πολυλογούμε και αφαιρούμε μέθεξη από τους επίδοξους αναγνώστες, μιας και προτείνουμε ανεπιφύλακτα ν’ απολαύσετε το εν λόγω έργο, συνοψίζοντας συμφωνούμε και με την θέση του Άλβαρο Μούτις για την ουσία του «Μια μέρα στους σταυρούς»: «Μια από τις πιο συγκινητικές και απέλπιδες παρελάσεις της βαριάς μοίρας, που έχει σημαδέψει πολλές γενιές της Λατινικής Αμερικής μας. Είναι η μαρτυρία μιας ανησυχίας, αλλά ταυτόχρονα και η κραυγή μιας ελπίδας, που δεν σβήνει». Όπως, επίσης, θεωρούμε σημαντική και μας βρίσκει σύμφωνους η εκτίμησή του ότι «Ο Αλβάρο Ρομέρο επέλεξε με συγγραφική ωριμότητα τον άλλο δρόμο, τον δυσκολότερο αλλά και τον μόνο αποτελεσματικό, επιμένοντας να αφηγηθεί χωρίς υπέρμετρες φιλοδοξίες και ασήμαντους μελοδραματισμούς την ζωή μιας οικογένειας και ενός νεαρού συγγραφέα στο Κάλι της Κολομβίας βάζοντας σε αυτήν την περιγραφή την σωστή δόση ποίησης και αλήθειας».
“Καχάμπρε”
Το πιάσαμε χρονολογικά λιγάκι ανάποδα αλλά κάθε… αναποδιά για καλό είναι. Το πρώτο μυθιστόρημα του Αρμάντο Ρομέρο με τίτλο “Καχάμπρε” είναι πρωτίστως ένας αριστουργηματικός λαογραφικός πίνακας, που πολύ τον απολαύσαμε. Απλή, απλούστατη υπόθεση και αγνά υλικά από την ζωή στην Κολομβιανή ζούγκλα, εικονογράφηση των δοξασιών και εθίμων στο πιο κρίσιμο και συναισθηματικά επώδυνο και πολύτροπο στάδιο της ζωής μας. Στα νεκρικά έθιμα, που κάθε λαός-όχλος έχει ή μάλλον είχε γιατί στην βάρβαρη Δύση όλα έχουν γίνει ψηφιακός κιμάς και ηλεκτρονικός δυσώδης πολτός. “Η νύχτα σκότωσε την Ρουπέρτα” μια νεαρή Αφροκολομβιανή στις όχθες του ποταμού Καχάμπρε; Συνέβη κατά λάθος στο βραδινό κυνήγι ή την δολοφόνησε ο γέρος ζηλιάρης σύζυγος της επειδή τον απατούσε με ένα νεαρό; Όχι, δεν είναι αστυνομικό έργο, ούτε σαχλό κουτσομπολιό κλειδαρότρυπας. Ο πανέμορφος και δυναμικός καμβάς είναι τα νεκρικά έθιμα (εξόδιος τελετή, εννιάμερα κ.λπ.) για την άτυχη κοπέλα, πάνω και μέσα σε αυτόν ο Ρομέρο “κέντα”, πολύχρωμη ψιλοβελονιά, με εξαιρετικό αφηγηματικό ταλέντο την υπόθεση, που είναι όλη αυτή η κοινωνική, με την ευρύτατη έννοια πολιτιστική δράση των κατοίκων της περιοχής. Και στο βάθος φαίνονται, σχολιάζονται τα απόνερα (σαν την άμπωτη του ποταμού, που διαπλέουν οι κάτοικοι για την μεταφορά προϊόντων και την συγκοινωνία τους) της υπόθεσης δολοφονίας.
Τί να γράψει κανείς, τί να σχολιάσει για όλα αυτά τα παντελώς άγνωστα σε μας έθιμα χωρίς να τα παραμορφώσει, δίχως να γίνει ασυναίσθητα τυμβωρύχος; Προτιμότερο να τ’ απολαύσετε ως αναγνώστες του βιβλίου με την ταλαντούχα γραφίδα του Χόρχε Ρομέρο μια και προφανέστατα είναι βίωμα και κομμάτι από την ψυχή του. Μόνο σημειώνουμε ότι όλα αυτά τα εκπληκτικά παραδοσιακά τραγούδια και μουσικά όργανα, σύμπασα η τελετουργία παραπέμπει-και πάλι αναλογικά και σχετικά-και σε… δικές μας καταστάσεις από την αρχαία εποχή (διόλου τυχαία βάλαμε στην αρχή το Ομηρικό δίστιχο απόσπασμα) μέχρι το δημοτικό μας τραγούδι, τους λίνους, τα μοιρολόγια, τους αμανέδες, εκτός του ότι εκπέμπουν μοναδική λαογραφική ομορφιά. “Φυσικά” να τα απολαμβάνεις με την μεγίστη ασφάλεια και περιέργεια της γεωγραφικής και χρονικής απόστασης γιατί μιλάμε (και ο συγγραφέας το δίνει δυνατά και γλαφυρά) για το πιο αφιλόξενο και άγνωστο κομμάτι της Κολομβιανής γης και ζωής.
Διαφωνούμε ριζικά με τα αναγραφόμενα στο οπισθόφυλλο περί σύγκρουσης πολιτισμών και πλοκή, που ταλαντεύεται μεταξύ σασπένς, χιούμορ και τραγωδίας, περί μυθιστορήματος μυστηρίου και άλλα… δυτικά και τηλεοπτικά. Απορούμε πού τα βρήκανε διαβάζοντας το “Καχάμπρε” ή μήπως θέλανε να κάνουν μια του συρμού διαφήμιση; Πρωτίστως το “Καχάμπρε” δεν είναι χαζομούνικο μελό και δυτική τηλεοπτική σαπουνόπερα. Συνιστά πανέμορφη και πολυεπίπεδη περιγραφή-βίωμα μιας “κηδείας” και γύρω της κινούνται τα πρόσωπα, πλέκονται οι σχέσεις των ανθρώπων σε μια εποχή, που ήταν κοινωνία και δεν είχε γίνει σημερινή αγέλη ηλιθίων καταναλωτών. Ο συγγραφέας κάνει σχοινοβασία και κινδυνεύει άμεσα να γίνει βαρετός ή φλύαρος καταπιανόμενος με ένα φαινομενικά μονοδιάστατο ζήτημα, που θα μπορούσε να γίνει ένα διηγηματάκι! Ουδέποτε, όμως, πέφτει! Ούτε στιγμή φαίνεται αυτό, ουδόλως υπάρχει, όχι μόνο γιατί μία για έναν άγνωστο σε μας κόσμο, αλλά πρωτίστως επειδή με το ταλέντο του “επικοινωνούνται” βιώματα με αισθητική αρμονία. Σημειώστε και πάλι σε μόνο 200 σελίδες εκτυλίσσεται η υπόθεση και πάλι επιλέγει όχι τα ογκώδη και τα αφόρητα πολυσέλιδα, ερωτόληπτα και ρουτινιάρικα ρομάντζα.
Ούτε στερείται κοινωνικής και ευρείας πολιτικής προσέγγισης το εν λόγω μυθιστόρημα. Από την μια οι μεταφυσικές φαντασιώσεις και θρησκοληψίες ότι άμα δεν τηρήσουν με ευλάβεια τα νεκρικά έθιμα η Ρουπέρτα θα μείνει “άταφη” σκιά, που θα τριγυρνάει αιώνια στην πυκνή ζούγκλα και θα ταλαιπωρεί, θα στοιχειώνει τους αφελείς κατοίκους του βαλτότοπους, που κατοικούν. Από την άλλη ο φόνος της όμορφης οστρακοσυλλέκτριας αναμοχλεύει την σκληρή και ζοφερή ζωή των κατοίκων απογόνων Αφρικανών σκλάβων ή των πάλαι ποτέ ντόπιων ιθαγενών ακόμα και την χαμοζωή των λευκών αποίκων, που ήρθαν ως χρυσοθήρες, κυνηγοί, ξυλέμποροι. Γράψαμε, όμως, ήδη πολλά και αφαιρέσαμε ακόμα περισσότερα από την αισθητική απόλαυση και μέθεξη του αναγνώστη. Εμείς απλώς απολαύσαμε! Η σειρά σας τώρα…