Για τους παλιότερους η Πόπη Αστεριάδη είναι το σεμνό και αισθαντικό κορίτσι των μπουάτ και του Νέου Κύματος με την χαρακτηριστική τρυφερή φωνή, τα εμβληματικά πλην χαμηλόφωνα τραγούδια. Τους νεώτερους, που την «ανακαλύπτουν» από τα CD και το διαδίκτυο, τους κερδίζει με την ιδιαίτερη, ζεστή μελωδική ατμόσφαιρα. Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου ν’ αποθησαυριστεί δημοσιογραφικά η μελωδική πορεία της μεγάλης τραγουδίστριας στο βιβλίο του Κυριάκου Μέλλου: «Πόπη Αστεριάδη. Με σημαία το όνειρο» (κυκλοφορεί από τα 24 γράμματα του Γιώργου Δαμιανού). Περιέχει και CD με 17 ακυκλοφόρητα τραγούδια. Η Αστεριάδη μια από τις εξαιρετικές και με ξεχωριστό, όχι πάντα σε όλη την έκταση γνωστό στο πλατύ κοινό, έργο. Ο συγγραφέας προλογίζοντας την βιογραφία της σημειώνει ότι με μια αιθέρια και σχεδόν απόκοσμη αύρα, άκρως αισθαντική ως ερμηνεύτρια, εμβληματική ως εικόνα στις σποραδικές αλλά χαρακτηριστικές εμφανίσεις της στον ελληνικό κινηματογράφο, κατάφερε να χωρέσει σε μια καριέρα τους περισσότερους από τους μεγάλους συνθέτες, ποιητές και στιχουργούς.
Νομίζουμε ότι εύστοχες είναι οι παρατηρήσεις του Κυριάκου Μέλλου για τα κύρια χαρακτηριστικά της Πόπης Αστεριάδη. Για παράδειγμα ότι μιλώντας μαζί της από τα πρώτα λεπτά σε κάνει να ξεχνάς τον μύθο του σημαντικού καλλιτέχνη, σου δημιουργεί μεγάλη οικειότητα, που παραπέμπει σε οικογενειακό πρόσωπο. Σέβεται, δεν ξεχνά ποτέ την καλλιτεχνική της αφετηρία αλλά για την διαδρομή της στο τραγούδι θεωρεί ότι όλα έγιναν ερήμην της, αφού δεν προγραμμάτισε και δεν μεθόδευσε ποτέ καμιά επαγγελματική κίνηση. Ο συγγραφέας παράλληλα τονίζει με έμφαση ότι διαθέτει πλούσιο, εκρηκτικό, καταλυτικό χιούμορ, που με χειρουργική ακρίβεια διεισδύει στην ουσία των πραγμάτων και αυτό έρχεται σε πλήρη αντίστιξη με την χαμηλών τόνων ερμηνεύτρια, που γνωρίζουμε στα πάλκα και στην δισκογραφία.
Γεννήθηκε 8 Μαρτίου 1948 στην Καλλιθέα Αττικής, μοναδικό κορίτσι πολύτεκνης οικογένειας με άλλα τέσσερα αγόρια πριν από αυτήν. Από νήπιο ξημεροβραδιαζόταν στο οικογενειακό ραδιόφωνο κι άκουγε τραγούδια. Σε ηλικία 11 ετών άρχισε μαθήματα πιάνου φθάνοντας μέχρι την μέση τάξη. Στα 14 γράφτηκε στο Ωδείο Αθηνών, πιάνο και θεωρία. Ονειρευόταν να γίνει νηπιαγωγός, δασκάλα ή μοδίστρα, αλλά του κύκλου τα γυρίσματα την έκαναν τραγουδίστρια. Το 1963 πήγε με μια ξαδέλφη της στην τότε δημοφιλής ραδιοφωνική εκπομπή του Γιώργου Οικονομίδη «Νέα ταλέντα» και πήρε το βάπτισμα του μελωδικού πυρός! Δισκογραφία ξεκινά το 1967 στην ΛΥΡΑ του Πατσιφά. Είχαν προηγηθεί το 1964 δυο 45άρια δισκάκια με δυο παιδικά τραγούδια του Γιάννη Διδήλη, του πιανίστα του Μίκη Θεοδωράκη. Η πρώτη μεγάλη επιτυχία ήταν το τραγούδι των Νίκου Μαμαγκάκη και Ντίνου Δημόπουλου «Σκληρό μου αγόρι» (1968). Κατόπιν συνεργάζεται σχεδόν με όλους τους μεγάλους συνθέτες και στιχουργούς της ελληνικής μουσικής. Κάπως έτσι περιγράφει γλαφυρά και αδρά η ίδια την πορεία της μιλώντας στον Κυριάκο Μέλλο. Ακολουθεί κυριολεκτικά μυθική καριέρα με μεγάλες και μικρότερες επιτυχίες, που πάντα όμως είχαν την προσωπική της σφραγίδα..
O Κυριάκος Μέλλος γεννήθηκε στο Σικάγο των Η.Π.Α., σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στην Φιλοσοφική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάζεται ως δημόσιος υπάλληλος. Το 2017 εκδόθηκε ηλεκτρονικά η πρώτη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Διαβατήριο» και το επόμενο έτος το βιβλίο: «Καπιστράδες-ιδιωματισμοί της Λακωνικής διαλέκτου» (αμφότερα από τα 24 γράμματα). Αυτή είναι η τρίτη συγγραφική εργασία. Όπως ο συγγραφέας σημειώνει στον πρόλογο σκοπός του αφιερωματικού αυτού βιβλίου είναι η γνωριμία με τον άνθρωπο Πόπη Αστεριάδη. Επειδή η ίδια δεν θέλει να μιλά πολύ για τον εαυτό της, παρά μόνο όταν αυτοσαρκάζεται, είναι σχεδόν επιβεβλημένο να μιλήσουν για εκείνοι οι άνθρωποι με τους οποίους μοιράζεται μια σχέση ζωής και οι οποίοι με πολύ μεγάλη χαρά και προθυμία δέχθηκαν να το κάνουν.
Εδώ είναι ακριβώς, που τα χαλάμε! Όπως έχουμε ξαναγράψει με άλλες ευκαιρίες δεν έχει καμιά απολύτως αξία η συλλογή συνεντεύξεων και γνωμών διατυπωμένων κατά τεκμήριο στο πόδι, διαφόρων περιφερόμενων παραγόντων και λοιπών καλλιτεχνικών προθύμων, που μιλάμε επί παντός επιστητού μόνο και μόνο για να προβάλλονται και να κάνουν το κομμάτι τους. Συνήθως λένε κοινοτοπίες, κοινοτυπίες ή μπούρδες, πάντα ανέξοδους και κούφιους επαίνους και ποτέ ουσιαστική κριτική παρουσίαση του έργου του δημιουργού για τον οποίο υποτίθεται ότι συνεντευξιάζονται και πάντα μιλάνε για τον εαυτό τους. Τί μας νοιάζει πώς η Τάδε ή ο Δείνα γνώρισε την Πόπη Αστεριάδη; Κι αν λέει αλήθεια, γιατί συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις πολλοί βγάζουν περιστατικά από την κοιλιά τους! Τί προσφέρει όλη αυτή η λογοδιάρροια στην προσωπικότητα και το έργο της. Απολύτως τίποτα, ίσα-ίσα, που τα υπονομεύει αμφότερα. Η δημιουργία κάθε καλλιτέχνη, το έργο μιλάει αφ’ εαυτού-έλεγε ο μεγάλος Νίκος Μαμαγκάκης, δεν θέλει κολαούζους, πλασιέ, μεταφραστές.
Τριάντα τρία πρόσωπα λένε το μακρύ και το κοντό τους για την μεγάλη τραγουδίστρια Πόπη Αστεριάδη και αν δεν είναι όλα αυτά μόνο δημοσιοσχεσίτικα, προβληματικά και υπονομευτικά για το εφήμερο πλασάρισμα του έργου της, τότε τί είναι; Ένας έγραψε μάλιστα ότι είναι «μια rock and roll περσόνα»! Πώς το λέει η παροιμία; Κουκιά τρώει, κουκιά ομολογεί! Πετάνε όλοι αφειδώς στην αμερικανόπληκτη αποικία Γκραικυλία μια μαλακία για την ροκ και νομίζουν ότι καθάρισαν. Ανάθεμα και να ήξεραν τί είναι ροκ! Η πολιτιστική έκφραση του New Deal του Ρούσβελτ για την βίαιη ομογενοποίηση, καταστροφή και τυποποίηση της λαϊκής κουλτούρας των μειονοτήτων στην πορεία του χρόνου στον αμερικάνικο τρόπο ζωής, την πιο χυδαία και πιο βάρβαρη συμπεριφορά αφότου ο πίθηκος έγινε άνθρωπος. Αυτό είναι το ροκ. Τώρα πια είναι πιστοποιημένο πολύτροπα και από την κατάντια της ανθρωπότητας, που σε ταξικό λήθαργο μασώντας δηλητηριώδεις «ροκ» αμερικάνικες τσιχλόφουσκες. Κλείνει η ταξική παρένθεση.
Όλη αυτή η εξωτερική πολυλογία υπονομεύει το λιγομίλητο και την σοβαρότητα της ίδιας της τραγουδίστριας, αλλά και της άκρως ενδιαφέρουσας συνομιλίας, που έχει ο συγγραφέας μαζί της. Προσέξτε τώρα… ανωμαλία πνευματική! Η Πόπη Αστεριάδη μιλάει συνοπτικά με ουσία, σεμνότητα, σαρκασμό, αυτοσαρκασμό μόνο σε 24 σελίδες αλλά δίνει εκτός των άλλων με πληρότητα και γλαφυρότητα την ιστορία της ζωής της. Και μετά αναλαμβάνουν να την… διαψεύσουν οι περιφερόμενοι δημοσιοσχεσίτες, που καραδοκούν να ιδιοποιηθούν ψήγματα από την δόξα της. Είναι τυχαίο, που σε όλα τα παρομοίου είδους βιβλία συνωστίζονται πάντα οι ίδιοι και οι ίδιοι; Σε πάνω από 50 σελίδες απλώνονται οι… βαθυστόχαστες γνώμες. Μέχρι η ατάλαντη του Κ.Κ.Ε., που παριστάνει την μεγάλη τραγουδίστρια εκφέρει λόγο για την Πόπη Αστεριάδη! Αφήστε τώρα τα όσα μαργαριτάρια λέγονται για το περίφημο Νέο Κύμα!
Τέλος πάντων όλα αυτά επιδρούν αλλά φρονούμε ότι τελικά δεν ακυρώνουν την σημασία του βιβλίου του Κυριάκου Μέλλου και πρωτίστως την προσωπικότητα της Π. Αστεριάδη και μάλιστα της μεγάλης προσφοράς της στο λαϊκό μας τραγούδι. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο ψηφιακός δίσκος (CD) με τίτλο «Αέρι θα γενώ» και 17 ακυκλοφόρητα τραγούδια, που συνοδεύει το βιβλίο. Συνθέσεις του Γιώργου Δεσποτίδη, του Χρήστου Μπέλτσιου και μία του Χρήστου Νικολόπουλου, σε στίχους Νίκου Καρίμπα, Μαρί Μωραΐτη, Χρήστου Προμοίρα, Νίκου Κολοκοτρώνη, Γιώργου και Αλέξανδρου Δεσποτίδη. Ακούμε μια διαφορετική Πόπη Αστεριάδη από ό,τι είχαμε συνηθίσει στις μπουάτ και στην παλιά δισκογραφία. Πιο σύγχρονη, πιο ηλεκτρική, πιο εμπορική με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται, με τα θετικά και τ’ αρνητικά κυρίως ως προς την νοσταλγία των παλιών. Πάντως είναι ενδιαφέρουσα δισκογραφική εργασία.
Πολύ σημαντικά είναι οι φωτογραφίες και οι κατάλογοι με τα έργα της τραγουδίστριας. Καμιά εκατοστή μοναδικές φωτογραφίες, που αναδεικνύουν μέσα από την εξαιρετική προσωπικότητα της Αστεριάδη την δημιουργική ατμόσφαιρα μιας υπέροχης εποχής και ίσως με ένα τρόπο μπορεί και να υπογραμμίζουν όσα λείπουν σήμερα. Το βιβλίο έχει αναλυτικούς καταλόγους με την δισκογραφία στις 45 και στις 33 στροφές, και όσα από τα τραγούδια κυκλοφόρησαν σε CD. Επίσης συμμετοχή της Πόπης Αστεριάδη στα Φεστιβάλ, στις ταινίες του κινηματογράφου, αφίσες, προγράμματα, διαφημίσεις. Με δυο κουβέντες το βιβλίο «Με σημαία το όνειρο» του Κυριάκου Μέλλου για την Πόπη Αστεριάδη αποτελεί σημαντικό απόκτημα για κάθε βιβλιοθήκη, για κάθε λάτρη, όχι μόνο του Νέου Κύματος, αλλά συνολικά της ελληνικής λαϊκής μουσικής. Πέρα από την επίμαχη παρατήρηση, που ήδη σημειώσαμε μένει και ζητάει πάντα μέθεξη το έργο, τα τραγούδια, η προσωπικότητα, η μελωδική προσφορά, που δεν κλείνεται σε λόγια και είναι αυτά, τα παλιά και τα νέα, που τραγουδάμε και σήμερα ξορκίζοντας αλλά και ξομπλιάζοντας τους καημούς μας