«ΧΟΡΕΥΕΤΕ -ΧΟΡΕΥΕΤΕ»! Ανθρωπολογία του χορού

«ΧΟΡΕΥΕΤΕ -ΧΟΡΕΥΕΤΕ»! Ανθρωπολογία του χορού

 

Ο χορός είναι μία πανάρχαια τέχνη, που εμφανίζεται σε όλους τους λαούς και όλους τους πολιτισμούς. Αποτελεί πηγαία έκφραση συναισθημάτων και επικοινωνίας και διαφέρει από τον αθλητισμό εξαιτίας της συγκινησιακής κατάστασης με την οποία εκτελείται και προσλαμβάνεται από το κοινό. Πρόκειται για συλλογική και ατομική έκφραση και είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με το εκάστοτε κοινωνικό γίγνεσθαι. Παρότι ο χορός εμφανίζεται από τους αρχαίους πολιτισμούς, η μελέτη με επιστημονικό τρόπο άρχισε στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ού αιώνα και η συστηματική μελέτη γίνεται την δεκαετία του 1960. Επειδή ο χορός θεωρούνταν για πολύ καιρό αμφιλεγόμενη τέχνη, λόγω του εφήμερου του χαρακτήρα, αλλά και της καρτεσιανής δυϊστικής αντίληψης, που διαχώριζε το πνεύμα από το σώμα, η επιστήμη της μελέτης του χορού, δηλαδή η χορολογία, προσδιορίστηκε ως όρος από τον Ρ. Λάμπαν τον 20ό αιώνα, σε μία απόπειρα να υπάρξει ανεξάρτητη θεώρηση του χορού από την μουσική.

Η μελέτη του Ρούντολφ Λάμπαν (1879-1958) απέδωσε και το 1962 χορός και μουσική ανεξαρτοποιήθηκαν ως επιστημονικά αντικείμενα μελέτης. Η  χορολογία περιλάμβανε τις εξής συνιστώσες: Τον χώρο εκτέλεσης του χορού, την δυναμική του και την σημειολογική καταγραφή του. Στο Διεθνές Συμβούλιο Λαϊκής Μουσικής, επικυρώθηκε το 1962 η ανεξαρτητοποίηση του χορού από τη Μουσική. Παράλληλα, στην Αμερική η Γερτρούδη Κιούρα  (1903-1992) μελέτησε δομικά τον χορό, αναφερόμενη στον όρο χορολογία. Τελικά, ως κέντρο μελέτης του χορού, επικράτησε να είναι η σχολή, που δημιούργησαν στο Λονδίνο ο Ρ. Λάμπαν και ο Ρούντολφ Μπένες και καθιερώθηκε η ονομασία χορολογία για την επιστημονική μελέτη του χορού, όπως διατυπώθηκε από τον Λάμπαν το 1928 και περιλαμβάνει όλα τα είδη χορού, καθώς και τις διαφορετικές προσεγγίσεις του από διάφορους θεωρητικούς κλάδους, όπως  Ανθρωπολογία, Μορφολογία, Εκπαίδευση κ.α.

Ο χορός ως τέχνη, αφορά από τη μία την μελέτη της φόρμας και από την άλλη την αισθητική. Η τέχνη φιλοσοφικά είναι συνδεδεμένη με την κοινωνία στην οποία εμφανίζεται, δεν έχει μόνο υλική διάσταση αλλά και πολιτισμική, καθώς πρόκειται για  πολυδιάστατο φαινόμενο. Εμφανίζεται σε όλες τις κοινωνίες και το χορευτικό γεγονός έχει αναπτυσσόμενη διαρκώς δυναμική, καθώς πρόκειται για εργαλείο δημιουργικής έκφρασης του ανθρωπίνου σώματος στο εκάστοτε κοινωνικό γίγνεσθαι και την σύγχρονη εποχή βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση με αυτό, που ονομάζουμε σήμερα παγκοσμιοποίηση. Υπάρχουν δύο βασικές θεωρήσεις της τέχνης, η αστική και η μαρξιστική. Η πρώτη αφορά κυρίως την ανάλυση της δομής της τέχνης και η δεύτερη δεν επικεντρώνεται μόνο στη δομή αλλά εξετάζει τη σχέση της τέχνης με το κοινωνικό σώμα. Εξάλλου το ανθρώπινο σώμα αποτελεί και μία κοινωνική κατασκευή,  που συνδιαλέγεται με τους εκάστοτε κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτιστικούς παράγοντες.

Η ιδεολογικοποίηση του χορού είναι ένα συχνό φαινόμενο, γιατί χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο ανάδειξης της ταυτότητας ενός έθνους. Έτσι αρχικά προσεγγίστηκε από την επιστήμη της Λαογραφίας, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το εκάστοτε κοινωνικό γίγνεσθαι, που εμφανίζεται το χορευτικό γεγονός. Παρ’ όλη την αρχική ταύτιση της ανθρωπολογικής με την λαογραφική προσέγγιση, που έγινε αντικείμενο κριτικής τις δεκαετίες του 1970 και 1980, στην πορεία η ανθρωπολογική/εθνολογική προσέγγιση επικεντρώθηκε περισσότερο στο ευρύτερο πλαίσιο εμφάνισης του χορευτικού γεγονότος και μέχρι της μέρες μας η δομή του χορού, δεν αφορά μόνο το τεχνικό κομμάτι αλλά και την κοινωνική δομή. Ξεφεύγει από την στενή έννοια του ύφους, μελετώντας και την δομή της συγκεκριμένης κοινωνικής συνθήκης. O χορός έχει δυναμική και ρευστότητα, όπως κάθε κίνηση άψυχων ή έμψυχων στον κόσμο. Είναι πηγαία ανθρώπινη έκφραση και ταυτόχρονα πολύπλοκο φαινόμενο, που συνδέεται με διάφορες εκφάνσεις του ανθρωπίνου πολιτισμού και έχει ανθρωπολογική, βιολογική, εκπαιδευτική, ιστορική και θεραπευτική διάσταση. Δεν πρόκειται απλά για μία διαδοχή κινήσεων, αλλά για διαδικασία, που εκφράζει την συγκινησιακή και βιωματική κατάσταση του χορευτή και απευθύνεται στο συναίσθημα του θεατή με τον οποίο  επικοινωνεί.

Ο χορός αποτελεί φορέα κοινωνικής αποτύπωσης και είναι εκφραστική, επικοινωνιακή δραστηριότητα, που λαμβάνει χώρα σε συγκεκριμένο πολιτιστικό πλαίσιο, το οποίο και χαρακτηρίζει. Κοινωνιολογικά και εννοιολογικά ο χορός συνιστά και συμβολική δραστηριότητα και έκφραση της συναισθηματικής κατάστασης του ατόμου, που είναι συχνά κρυπτογραφημένη. Είναι πληροφορία, που μεταδίδεται και προσλαμβάνεται, μη λεκτικού χαρακτήρα και σε κάποιες περιπτώσεις συνοδεύεται κι από λεκτικά στοιχεία. Ως ανθρώπινη δράση και κίνηση σχετίζεται άρρηκτα με τον πολιτισμό. Το ανθρώπινο σώμα είναι και πολιτιστικό υποκείμενο-γεγονός και υπάρχει συνεχής αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στα δύο. Ο χορός είναι όχι μόνο ανθρώπινο αλλά και κοινωνικό σώμα πάντα σε συνάρτηση με το πολιτισμικό περιβάλλον στο οποίο εκδηλώνεται. Το ανθρώπινο σώμα αποτελεί εργαλείο, που δημιουργεί το σύνθετο και πολύπλοκο χορευτικό γεγονός, που αναγείρει θέματα κοινωνικής, φιλοσοφικής, ιστορικής, βιολογικής φύσεως. Πρόκειται για ένα πολυδιάστατο φαινόμενο, που προσεγγίζεται ως βιολογικό, πολιτισμικό καθώς και αισθητικό μέσο, που συνδέεται και  με την ευρεία παιδαγωγική.

Ο καθηγητής Ιωάννης Μάνος στο άρθρο «Προσεγγίσεις στη Μελέτη του Πολιτισμού στην Ελλάδα: Επαναπροσδιορίζοντας τη Σχέση των Χορευτικών Πρακτικών με τον Τόπο και τους Ανθρώπους του», αναφέρεται στην ανθρωπολογική προσέγγιση του χορού. Μέσα από αυτό το πρίσμα εξετάζει τα χορευτικά δρώμενα σε σχέση με το πολιτιστικό γίγνεσθαι. Συγκεκριμένα ασχολήθηκε με τους χορούς της Φλώρινας. Συνδύασε την επιτόπια έρευνα μαζί με την συστηματική εθνολογική μέθοδο αναφέροντας ότι προσεγγίζει τον χορό ανθρωπολογικά. Σύμφωνα με τον ερευνητή, η διδασκαλία των χορών σε αυτές τις περιοχές γίνεται τυποποιημένα από δασκάλους, με συγκεκριμένα πάντα βήματα και την συνοδεία μουσικής, με στόχο την αναπαραγωγή ενός χορευτικού δρώμενου από το οποίο η περιοχή θα έχει οικονομικό όφελος. Ο χορός, λέει ο Ι. Μάνος, εκφράζει την κοινότητα, είναι συλλογικό πολιτιστικό αγαθό, που λειτουργεί με συμβολικό τρόπο, επομένως δεν μπορεί να είναι τυποποιημένος, επαναλαμβανόμενος στην διάρκεια του χρόνου. Και αυτό οφείλεται στο ότι η περιοχή της Φλώρινας σε διάφορες ιστορικές φάσεις κατοικήθηκε από αλλόφωνους και αλλόθρησκους, υπήρξαν στο πέρασμα του χρόνου προσμείξεις διαφόρων πληθυσμών και μεταναστευτικά ρεύματα. Έτσι τα χορευτικά δρώμενα, δε μπορεί να αναπαράγονταν αναλλοίωτα στο πέρασμα του χρόνου. Οι χοροί της περιοχής, δε μπορούν να ταυτιστούν τυποποιημένα με την περιοχή, καθώς υπήρξαν αλλαγές στην ανθρωπογεωγραφία της Φλώρινας. Κάθε είδους τυποποίηση δεν ανταποκρίνεται στην πολιτισμική πραγματικότητα, γιατί δεν υπήρξε ομοιογένεια.

 Στο άρθρο της Ελένης Φιλιππίδου, «Οι χορογραφικές συνθέσεις του χορού «Κ’να» στην Νέα Βύσσα Έβρου: Δομική-μορφολογική και τυπολογική προσέγγιση», χρησιμοποιείται μορφολογική μέθοδος, με έμφαση στη μορφή του καλλιτεχνικού γεγονότος. Κάνοντας ανάλυση του χορού «Κ’να» η ερευνήτρια, με το σύστημα τηςκωδικοποίησης του Λάμπαν, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν ομοιότητες στους χορούς της περιοχής αλλά και διαφορετικές συνθέσεις. Μελετώντας δομικά τους χορούς αρχικά τους κατέγραψε, έκανε ταξινόμηση των χορών και προέβη σε κωδικοποίηση τους. Προκύπτουν 3 διαφορετικές μορφές του χορού Συμπεθέρα Χαβασού και συγκρίνοντας τες καταλήγει ότι μετασχηματίζονται, με τη μορφή τους να αλλάζει είτε γιατί εμπλουτίζεται είτε γιατί απλοποιείται. Εξετάζοντας εμπειρικά τα χορευτικά μοτίβα διαπιστώνει δομικές και μορφοσυντακτικές συνάφειες αλλά και αντίστοιχες διαφοροποιήσεις με το πέρασμα του χρόνου.

                                    “Κουτσός χορός” Νέας Βύσσας ‘Εβρου.

Η βιολογική διάσταση του χορού, προσεγγίζεται στο άρθρο των Α. Πίτση, Η. Σμήλιου, Σ. Τοκμακίδη, Β. Σπερμπέζη και Δ. Γουλιμάρη, «Καρδιακή συχνότητα και πρόσληψη οξυγόνου ατόμων μέσης ηλικίας κατά την εκτέλεση ελληνικών παραδοσιακών χορών». Εξετάστηκε δείγμα ανδρών και γυναικών μέσης ηλικίας για τον προσδιορισμό της πρόσληψης οξυγόνου και την καρδιακή συχνότητα μετά την εκτέλεση παραδοσιακών χορών. Οι χοροί χωρίστηκαν σε τρεις κατηγορίες. Σε ήπιους, μέτριους και έντονους. Αποδείχτηκε ότι είναι αερόβια άσκηση και οι τρεις κατηγορίες, που παρουσιάζουν οφέλη για διάφορες περιπτώσεις ανθρώπων, από ηλικιωμένους και εγκύους μέχρι και υγιείς. Για να χορέψει κανείς απαιτείται ένα ποσό ενέργειας και για να παραχθεί αυτή η ενέργεια από το μυϊκό σύστημα, το καρδιοαναπνευστικό τίθεται σε πιο εντατική λειτουργία για την παραγωγή οξυγόνου, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί στην άσκηση. Η έρευνα σχεδιάστηκε προσεχτικά και αναλύθηκαν στατιστικά τα αποτελέσματα. Δεν υπήρχε σημαντική διαφοροποίηση ανάμεσα στα ίδια φύλα. Οι πιο ήπιοι χοροί αντιστοιχήθηκαν με low impact αερόβια άσκηση και κάποιοι άλλοι με high impact. Συμπερασματικά οι παραδοσιακοί χοροί αποτελούν αερόβια άσκηση, που συμβάλλει στην καλύτερη λειτουργία του καρδιοαναπνευστικού συστήματος λειτουργώντας θεραπευτικά για το ανθρώπινο σώμα.

Ιστορική προσέγγιση του χορού με άρθρο των Π. Καπούτση, Ε. Αλμπανίδη, Β. Σερμπέζη και Δ. Γουλιμάρη: «Οι γυναικείου Χοροί στην Ελληνική Αρχαιότητα». Αφορά κυρίως χορούς σε τελετές και επισημαίνεται ότι  οι αρχαίοι Έλληνες δε χρησιμοποιούσαν τόσο τον όρο χορό, όσο τον όρο «όρχηση». Πίστευαν ότι «ο χορός μαγεύει τα μάτια, κάνει τους ανθρώπους να ξυπνούν και αφυπνίζει το μυαλό με ότι παρουσιάζει». Η σχέση του χορού με την θρησκεία ξεκινάει από τα προϊστορικά χρόνια. Ο Αριστοφάνης με την «Λυσιστράτη», δίνει πληροφορίες για τον χορό των Λακεδαιμονίων. Για την συλλογή των στοιχείων της έρευνας, εξετάστηκαν κείμενα αρχαίων συγγραφέων. Ήδη από την Μινωική περίοδο υπήρχανχοροί, που οι γυναίκες χόρευαν ελεύθερα. Στοιχεία για την σχέση γυναικών με τον χορό, συγκεντρώθηκαν από τον Πλάτωνα και τον Πυθαγόρα. Ο Διονύσιος Αλικαρνασεύς μας αναφέρει τους χορούς των παρθένων, που χορεύοντας υμνούσαν την πατρίδα τους. Οι αρχαίοι συνήθιζαν να έχουν τελετές για διάφορες περιστάσεις της ζωής και λατρευτικές τελετές για τους αρχαίους θεούς.  Ένας θεός που λάτρευαν πολύ ήταν ο Διόνυσος. Στην λατρεία του χορεύονταν κυρίως εκστατικοί χοροί. Ο Ξενοφών αναφέρει γυναικείο χορό, που μοιάζει με πυρρίχιο. Οι αμαζόνες χόρευαν πολεμικούς χορούς. Η εκπαίδευση γινόταν από την παιδική ηλικία και ο χορός υπήρξε σημαντικό κομμάτι της ζωής των γυναικών, τρόπος για να ξεφεύγουν από την καθημερινή ζωή. Οι γυναικείοι χοροί συνδέονταν με τις Χάριτες, τις Ώρες, τις Νύμφες, άλλοι συνδέονταν με την διονυσιακή λατρεία. Στοιχεία συλλέγουμε από ευρήματα της εποχής, όπως αγγεία και ψηφιδωτά. Υπήρχαν και ανατολικοί χοροί σαν τον Όκλασμα. Όλοι οι θεοί της αρχαιότητας, η Ήρα, ο Απόλλων, η Άρτεμις κ.ά. συνδέονταν με τελετές λατρευτικές στις οποίες υπήρχαν πολλά γυναικεία χορευτικά δρώμενα.

Το άρθρο των Ε. Παναγιωτοπούλου και Μ. Ζωγράφου «Επισκόπηση Εφαρμοσμένων Ερευνών της Θεραπείας Μέσω των Τεχνών στο Σχολικό Περιβάλλον. Μία Πρόταση Ένταξης της Χοροθεραπείας στο Ελληνικό Σχολείο», αναφέρεται στην χρησιμοποίηση του χορού στην εκπαιδευτική διαδικασία για θεραπευτικούς λόγους. Ο χορός σύμφωνα με έρευνες έχει ψυχοθεραπευτική ιδιότητα και υπάρχει κλάδος της Χοροθεραπευτικής. Ως επιστήμη έκανε την εμφάνιση στα μέσα του 20ού αιώνα. Ξεκίνησε με την έρευνα της επίδρασης του χορού σε άτομα με ψυχιατρικά προβλήματα, από την Μάριον Τσέιζ. Στη Μεγάλη Βρετανία εμφανίστηκε στο εκπαιδευτικό περιβάλλον και στο πνεύμα της σχολής Ρ. Λάμπαν δεν διαφοροποιούνταν η εκπαιδευτική από την ψυχοθεραπευτική  διάσταση. Στην Αμερική και στην Αγγλία δημιουργήθηκε το μοντέλο «Χοροκινητική Θεραπεία» και στην Γαλλία το μοντέλο που ονομάστηκε «Πρωτόγονη Έκφραση».

Στην Ελλάδα εισήχθη η χοροθεραπεία στο τμήμα της Φυσικής Αγωγής ως προαιρετικό μάθημα και ουσιαστικά στην χώρα δεν παρέχεται από την δημόσια εκπαίδευση, παρά μόνο από τον ιδιωτικό τομέα. Πρέπει να καταστεί σαφές, ότι η χοροθεραπεία δεν αφορά μόνο άτομα με αναπηρία, αλλά όλους, έτσι έχει μεγάλη σημασία η ένταξη της στην εκπαίδευση, όπως για παράδειγμα γίνεται στην Αγγλία όπου χοροθεραπευτές εργάζονται στα σχολεία. Ήδη από το 1964, επιστήμονες όπως ο ψυχίατρος  Τζέραλντ Καπλάν  (1917-2008) ανέδειξαν ότι ο χοροθεραπεία στον χώρο της εκπαίδευσης προλαμβάνει την εκδήλωση προβλημάτων στην ψυχολογία και τις ικανότητες των παιδιών, τα βοηθάει όταν έχουν εκδηλώσει προβλήματα και βοηθάει στην εκτόνωση αυτών των προβλημάτων όταν είναι έντονα. Η χοροθεραπεία, διαπιστώθηκε στις έρευνες, έχει θετική επίδραση στην ψυχολογική και σωματική υγεία των μαθητών, ενισχύει την αυτοεκτίμηση, διευκολύνει την κοινωνικοποίηση και βελτιώνονται οι επιδόσεις τους στο σχολείο (Παναγιωτοπούλου, κ.α.). Όπου εφαρμόστηκε η ένταξη της χοροθεραπείας στα σχολεία του εξωτερικού, υπήρχαν κάποια θέματα με την διεύθυνση αλλά και με τον σύλλογο καθηγητών, καθώς θεωρούσαν ότι δεν μπορεί να ενταχθεί στη σχολική οργάνωση και οι χοροθεραπευτές αντιμετωπίστηκαν με προκατάληψη (Παναγιωτοπούλου, κ.α. 2015, σ.47). Ωστόσο οι έρευνες έδειξαν τα ευεργετικά αποτελέσματα του κλάδου, όχι μόνο στα παιδιά με αυτισμό, μαθησιακές και κινητικές δυσκολίες και συναισθηματικές διαταραχές, αλλά γενικά και στο σύνολο του υγειούς μαθητικού πληθυσμού. Στο σχολικό περιβάλλον βοηθάει σημαντικά στα ζητήματα τόσο επιθετικότητας όσο και υπο-ενεργητικότητας και βελτιώνει τη δημιουργικότητα των παιδιών.

       

Οι δυο όψεις μιας συγκλονιστικής φωτογραφίας: Ο μοναδικός σολίστας του μπουζουκιού  Δημήτρης Στεργίου-Μπέμπης χορεύει ζεϊμπέκικο υπό τις πενιές του Γιάννη Τατασόπουλου-Ντίλιγκερ στο ιστορικό κέντρο “Περιβόλας” της Κοκκινιάς   (22 Μαρτίου 1949). Δίπλα, ιδιόχειρη αφιέρωση του Μπέμπη (Από το βιβλίο του Ηλία Βολιότη-Καπετανάκη: “Μουσικό Σεργιάνι”, Μετρονόμος).

Στο ελληνικό σχολείο δεν περιλαμβάνεται στο αναλυτικό πρόγραμμα, αλλά έχουν γίνει κάποια βήματα, όπως η ένταξη της ψυχοκινητικής αγωγής στο σχολείο. Ο χορός είναι όχι μόνο ανθρώπινο αλλά και κοινωνικό σώμα και βρίσκεται πάντοτε σε συνάρτηση με το πολιτισμικό περιβάλλον στο οποίο εκδηλώνεται. Η χορολογία είναι πρόσφατη επιστήμη και η μελέτη του χορού απέκτησε μεγάλη παράδοση στη σχολή Λάμπαν στην Αγγλία. Ο χορός, όπως ήδη είπαμε, έχει ρευστότητα και δυναμική, καθώς πρόκειται για πηγαία εκδήλωση συγκινησιακής έκφρασης και επικοινωνίας του χορευτή, που έχει αποδέκτη το κοινό. Υπάρχουν πολλές προσεγγίσεις από διάφορα επιστημονικά πεδία. Εξετάζεται υπό το πρίσμα της βιολογίας, ανθρωπολογίας], μορφολογίας, εκπαίδευσης και ψυχοθεραπείας. Η χοροθεραπεία αποτελεί πρόσφατο αντικείμενο, που εφαρμόζεται στην εκπαίδευση για την επίλυση πολλών προβλημάτων των μαθητών, που άπτονται της ψυχολογίας, της κοινωνικοποίησης τους, της ψυχικής και πνευματικής ισορροπίας.

Στην Ελλάδα δεν έχει ακόμη εφαρμοστεί στην εκπαίδευση, έχουν γίνει, βέβαια, κάποια βήματα στο δημοτικό σχολείο με την ένταξη της ψυχοκινητικής στις μικρές τάξεις. Οι παραδοσιακοί χοροί λειτουργούν θεραπευτικά σε μεγάλη μερίδα του πληθυσμού. Η  παρουσία χοροδιδασκάλου και η μέθοδος που χρησιμοποιεί, διαμορφώνουν τον τρόπο που οι παραδοσιακοί χοροί περνάνε από γενιά σε γενιά. Η συστηματοποίηση τους βοηθά και τη διατήρηση μίας παράδοσης στο πέρασμα του χρόνου, κυρίως, όμως, εκφράζει τα συναισθήματα των ανθρώπων και τους εντάσσει σε ένα πολιτισμικό πλαίσιο, είναι έκφραση ευεργετική, ατομική και συλλογική.